-
1 отпотевать
отпотеватьнесов, отпотеть сов θαμπώνω (о стекле)/ νοτίζομαι, ὑγραίνομαι (о стене).
См. также в других словарях:
εφυγραίνω — (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος] μέσ. εφυγραίνομαι γίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνω νεοελλ. κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιου αρχ. ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι … Dictionary of Greek
ԽՈՆԱՒԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0964 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c չ. νοτίζομαι, ὐγραίνομαι humesco. Խոնաւ լինել. տամկանալ. գիջանալ. թացանալ. թրջիլ. ... *Յամարայնի քրտնելով եւ խոնաւանալով արտաքոյ՝ հովութիւն շնորհէ ընտանի մարմնոյն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)