Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

νοσήματα

  • 1 заболеваемость

    заболеваемость
    ж ἡ νοσηρότητα [-ης], τά νοσήματα.

    Русско-новогреческий словарь > заболеваемость

  • 2 кожный

    кожн||ый
    прил δερματικός:
    \кожныйые болезни τά δερματικά νοσήματα· \кожныйый покров анат. τό δέρμα.

    Русско-новогреческий словарь > кожный

  • 3 кожный

    επ.
    δερματικός•

    -ые болезни δερματικά νοσήματα•

    кожный покров το δέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > кожный

  • 4 сердечный

    επ.
    1. καρδιακός, της καρδιάς•

    -припадок καρδιακή κρίση•

    -ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•

    -ая мышца το μυοκάρδιο•

    сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.

    || της καρδιάς, για την καρδιά•

    -ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..

    2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•

    -ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•

    друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•

    сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.

    || ειλικρινής•

    -ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•

    характер ειλικρινής χαρακτήρας•

    сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.

    3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα.

    Большой русско-греческий словарь > сердечный

  • 5 Childbed

    subs.
    P. and V. λοχεία, ἡ (Plat.), τόκος, ὁ, or pl. (Plat.), V. λοχεύματα, τα, ὠδς, ἡ, γονή, ἡ.
    The pains of childbed: V. ὠδς, ἡ, λόχια νοσήματα, τά.
    A woman who has just been in childbed: Ar. and V. λεχώ, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Childbed

  • 6 Labour

    subs.
    P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ, V. μοχθήματα, τά, ἆθλος. ὁ, κματος, ὁ; see also Task.
    It is labour lost to: V. πόνος περισσός ἐστι (infin.) (Soph., Ant. 780).
    With labour: see Laboriously.
    Industry: P. φιλοπονία, ἡ, φιλεργία, ἡ.
    Exertion: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Handicraft: P. and V. τέχνη, ἡ, Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
    Child-bed: P. and V. λοχεία, ἡ (Plat.), τόκος, ὁ, or pl. (Plat.), V. λοχεύματα, τά, ὠδς, ἡ, γονή, ἡ.
    The pangs of labour: V. λόχια νοσήματα, τά, ὠδς, ἡ.
    A woman who has just been in labour: Ar. and V. λεχώ, ἡ.
    Be in labour ( child-bed), v: P. and V. ὠδνειν (Plat.), V. λοχεύεσθαι.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, μοχθεῖν (rare P.), κάμνειν ( rare P).
    Do work: B. δημιουργεῖν.
    All the folk who labour with their hands: V. πᾶς ὁ χειρῶναξ λεώς (Soph., frag.).
    I fear I may seem to be troubling you by labouring a point that is only too obvious: P. δέδοικα μὴ λίαν ὁμολογούμενα λέγων ἐνοχλεῖν ὑμῖν δόξω (Isae. 72, 33).
    Be distressed: P. and V. κάμνειν, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι (pass.), P. πονεῖσθαι (pass.), V. μογεῖν.
    When the ship labours with the sea waves: V. νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι (Æsch., Theb. 210).
    Labour at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).
    Labour for ( on behalf of): V. περκάμνειν (gen.), προκάμνειν (gen.), περπονεῖσθαι (gen.).
    Labour out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.). Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.).
    Labour under ( a disease): P. and V. κάμνειν (absol. or dat.), νοσεῖν (dat.).
    Generally: P. and V. συνέχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συνοικεῖν (dat.).
    You labour under the worst kind of ignorance: P. ἀμαθίᾳ συνοικεῖς τῇ αἰσχίστῃ (Plat., Alc. I 118B).
    Labour with ( others): P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Labour

  • 7 Travail

    subs.
    Labour: P. and V. λοχεία, ἡ (Plat.), τόκος, ὁ (or pl.) (Plat.), V. λοχεύματα, τά, ὠδς, ἡ, γονή, ἡ. met., see Distress.
    The pangs of travail: V. λόχια νοσήματα, τά, ὠδς, ἡ.
    Be in travail, v.: P. and V. ὠδνειν (Plat.), V. λοχεύεσθαι.
    A woman who has just been in travail: Ar. and V. λεχώ, ἡ.
    ——————
    v. intrans.
    Be in labour: P. and V. ὠδνειν (Plat.), V. λοχεύεσθαι.
    met., be distressed: P. and V. κάμνειν, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν; see under Distress.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Travail

См. также в других словарях:

  • νοσήματα — νόσημα disease neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

  • νοσήμαθ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… …   Dictionary of Greek

  • νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… …   Dictionary of Greek

  • τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»