-
1 αερ(ι)νός
η, ό хорошо проветренный; полный воздуха -
2 αερ(ι)νός
η, ό хорошо проветренный; полный воздуха -
3 αποκατι(α)νός
η, ό1) нижний; 2) низший -
4 αποκατι(α)νός
η, ό1) нижний; 2) низший -
5 αυρι(α)νός
η, ό[ν]1) завтрашний; 2) будущий -
6 αυρι(α)νός
η, ό[ν]1) завтрашний; 2) будущий -
7 καθημερ(ι)νός
η, ό[ν]1) ежедневный;καθημερ(ι)νή εφημερίδα — ежедневная газета;
2) повседневный, будничный;τα καθημερ(ι)νά — будничное платье;
§
βγάζω το καθημερ(ι)νό μου — зарабатывать себе на хлеб -
8 καθημερ(ι)νός
η, ό[ν]1) ежедневный;καθημερ(ι)νή εφημερίδα — ежедневная газета;
2) повседневный, будничный;τα καθημερ(ι)νά — будничное платье;
§
βγάζω το καθημερ(ι)νό μου — зарабатывать себе на хлеб -
9 Ουκρα(ι)νός
ο, Ουκρα(ι)νή и Ουκρα(ι)νίδα η украинец, -ка -
10 Ουκρα(ι)νός
ο, Ουκρα(ι)νή и Ουκρα(ι)νίδα η украинец, -ка -
11 σημερ(ι)νός
η, ό[ν]1) сегодняшний; 2) теперешний, нынешний; современный -
12 σημερ(ι)νός
η, ό[ν]1) сегодняшний; 2) теперешний, нынешний; современный -
13 συγκαιρι(α)νός
η, ό 1. современный, относящийся к одному времени, к одной эпохе с кем-л.;2. (ο, η) современни|к, -ца -
14 συγκαιρι(α)νός
η, ό 1. современный, относящийся к одному времени, к одной эпохе с кем-л.;2. (ο, η) современни|к, -ца -
15 υστερ(ι)νός
η, ό1) поздний, запоздалый; позднейший; 2) крайний, последний;στο λέω γιά υστερ(ι)νή φορά! — в последний раз тебе говорю!;
στην ώρα την υστερ(ι)νή — в свой последний час;
3) филос, апостериорный;§ καλά υστερ(ι)νά! — желаю тебе счастливой старости!;
υστερ(ι)νή μου γνώση ( — или υστερ(ι)νε μου λογισμέ) να σ' είχα πρώτα! — посл, задним умом крепок!
-
16 υστερ(ι)νός
η, ό1) поздний, запоздалый; позднейший; 2) крайний, последний;στο λέω γιά υστερ(ι)νή φορά! — в последний раз тебе говорю!;
στην ώρα την υστερ(ι)νή — в свой последний час;
3) филос, апостериорный;§ καλά υστερ(ι)νά! — желаю тебе счастливой старости!;
υστερ(ι)νή μου γνώση ( — или υστερ(ι)νε μου λογισμέ) να σ' είχα πρώτα! — посл, задним умом крепок!
-
17 πόντος
ὁ πόντος море (Πόντος Εύξε|νος Черное море, Понт; ср. Геллеспонт) -
18 σεμνός
σεμνός, ή, όν (← *σεβ|νος) 1. почитаемый; святой; 2. почтенный, строгий, гордый
См. также в других словарях:
υστερ(ι)νός, -ή, -ό — και στερνός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρχεται ή γίνεται κατόπι, ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο κατοπινός: Καλά στερνά (καλά γεράματα). 2. έσχατος, τελευταίος, ύστατος: Άκουσέ με για στερνή φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλι(α)νός — ή, ό σιγανός, αργοκίνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… … Dictionary of Greek
φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… … Dictionary of Greek