-
21 χωρο-νομικός
χωρο-νομικός, ή, όν, die Vertheilung des Landes betreffend, z. B. νόμος, lex agraria, D. Hal. 10, 36.
-
22 κληρο-νομικός
κληρο-νομικός, ή, όν, die Erbschaft betreffend, erbschaftlich, Sp.
-
23 ξηρο-νομικός
ξηρο-νομικός, ή, όν, auf dem Trocknen weidend, Ath. III, 99 b.
-
24 οἰκο-νομικός
οἰκο-νομικός, ή, όν, die Verwaltung des Hauses betreffend, sie verstehend; Plat. Alc. I, 133 e; Xen. Cyr. 2, 2, 14; neben πολιτικός, Mem. 4, 2, 11; vgl. 39; ἡ οἰκονομική, sc. τέχνη, die Kunst des Haushaltens u. Wirthschaftens, Plat. Polit. 259 c; τὰ οἰκονομικά, die Verwaltung des Vermögens, Xen. Cyr. 8, 1, 14; übh. Verwaltung, Leitung, bes. bei Sp., τοῦ πολέμου, Pol. 1, 4, 3 u. öfter, Einrichtung, φύσεως, 6, 9, 10; – ὁ οἰκονομικός, Schrift vom Haushalten, Xen., Arist.
-
25 ἀστρο-νομικός
ἀστρο-νομικός, ὁ, Sternkundiger, Plat. Theaet. 145 a; im superlat. Tim. 27 a; τά, was sich auf die Sternkunde bezieht, Prot. 315 c. – Adv. - ικῶς, Poll. 4, 155.
-
26 ἀστυ-νομικός
ἀστυ-νομικός, zum Amt des Astynomos gehörig, Plat. Rep. IV, 425 d.
-
27 ἀντι-νομικός
ἀντι-νομικός, den Widerspruch eines Gesetzes mit sich selbst betreffend, P1ut. Symp. 9, 13.
-
28 ἀγορᾱ-νομικός
ἀγορᾱ-νομικός, die Aufsicht über den Markt betreffend; Arist. Pol. II, 2, 13 νόμιμα αγ., Marktgesetze; Plut. u. Dionys. für aedilitius, z. B. ἐξουσία, potestas, Dionys. H. R. 6, 95. 7, 26; ἀρχαιρέσια, comitia. Plut. Pomp. 53. – Poll. 10, 177 führt als ein σκεῠος ἀγ. ein Strafwerkzeug des Marktmeisters, den κύφων an.
-
29 ἀνθρωπο-νομικός
ἀνθρωπο-νομικός, Menschen weidend, ἡ -κὴ τέχνη Plat. Polit. 266 e.
-
30 ώρο-νομικός
ώρο-νομικός, ή, όν, zum ὡρονόμος gehörig, ihm eigen, ὡρονομικὸν κατασκεύασμα, Werkzeug zur Abtheilung u. Bezeichnug der Stunden, Schol. Ar. Av. 1093.
-
31 ἰσο-νομικός
ἰσο-νομικός, ή, όν, zur Isonomie gehörig, βίον ἰσονομικοῦ τινος ἀνδρός, d. i. eines freien Bürgers einer Demokratie, Plat. Rep. VIII, 561 e.
-
32 юридический
νομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юридический
-
33 tüzel
νομικός -
34 νομικά
νομικόςrelating to laws: neut nom /voc /acc plνομικά̱, νομικόςrelating to laws: fem nom /voc /acc dualνομικά̱, νομικόςrelating to laws: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
35 νομικώτερον
νομικόςrelating to laws: adverbial compνομικόςrelating to laws: masc acc comp sgνομικόςrelating to laws: neut nom /voc /acc comp sg -
36 νομικόν
νομικόςrelating to laws: masc acc sgνομικόςrelating to laws: neut nom /voc /acc sg -
37 νομικώτατα
νομικόςrelating to laws: adverbial superlνομικόςrelating to laws: neut nom /voc /acc superl pl -
38 νομικαί
νομικόςrelating to laws: fem nom /voc pl -
39 νομικοί
νομικόςrelating to laws: masc nom /voc pl -
40 νομικούς
νομικόςrelating to laws: masc acc pl
См. также в других словарях:
νομικός — relating to laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
νομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νόμους: Αυτό είναι νομικό θέμα. 2. αυτός που υπάρχει κατά το νόμο: Τα σωματεία είναι νομικά πρόσωπα. 3. ως ουσ., νομικός, ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, την ερμηνεία και εφαρμογή των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νομικός, Χριστόφορος — (1883 – 1951). Ιστορικός συγγραφέας. Ο Χ.Ν. είναι ο μόνος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία των Αράβων. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, παράλληλα προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενδιαφέρθηκε αρχικά με … Dictionary of Greek
νομικά — νομικός relating to laws neut nom/voc/acc pl νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc/acc dual νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικώτερον — νομικός relating to laws adverbial comp νομικός relating to laws masc acc comp sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικῶν — νομικός relating to laws fem gen pl νομικός relating to laws masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικόν — νομικός relating to laws masc acc sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικώτατα — νομικός relating to laws adverbial superl νομικός relating to laws neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek