-
1 χρησιμος
3 и 21) полезный, пригодныйοὐ ποδὴ χρησίμῳ χρῆσθαι Soph. — не быть в состоянии владеть ногами, т.е. не уметь выбраться (из пропасти);τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι Xen. — люди физически посильнее;νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω Xen. — деньги, не имеющие хождения за границей;τοῦτ΄ οὖν τί ἐστι χρήσιμον ; Arph. — для чего это нужно?;εἴ τι χρήσιμον ἦν Xen. — все, что так или иначе могло быть использовано2) действительный, имеющий силу, подлинный(διαθήκη Isae.)
3) посещаемый, пользующийся авторитетом(τέμενος Her.). - см. тж. χρήσιμον
См. также в других словарях:
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek