Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νομίζω

  • 21 вообразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -аженный, βρ: -жен, жена, жеш ρ.σ.μ.
    1. φαντάζομαι, πλάθω, συλλαμβάνω με τη φαντασία. || επινοώ, διανοούμαι, σοφίζομαι.
    2. νομίζω, υπολογίζω•

    вообразить что все уже кончено υπολογίζω πως όλα πια τέλειωσαν.

    μου φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > вообразить

  • 22 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 23 мекать

    ρ.δ. παλ. υποθέτω, νομίζω.

    Большой русско-греческий словарь > мекать

  • 24 мнить

    мню, мнишь
    ρ.δ. παλ. θεωρώ, υπολογίζω, λογαριάζω•

    он мнит себя учёным θεωρεί τον εαυτό του επιστήμονα.

    εκφρ.
    много ή высоко мнить о себе – θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο• έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.
    μου φαίνεται•

    мне -ится μου φαίνεται, νομίζω.

    Большой русско-греческий словарь > мнить

  • 25 мой

    моего α., моя, моей θ., моё, моего ουδ., πλθ. мой, моих.
    1. (αντων. κτητική)• δικός μου, μου•

    мой дом το σπίτι μου•

    моя родина η πατρίδα μου•

    моё поле το χωράφι μου•

    мой вещи τα πράγματα μου.

    2. ουσ. ουδ. моё δικό μου.
    3. ουσ. πλθ. мой οι συγγενείς, οι δικοί μου. || ουσ. мой, моя• ο σύζυγος μου, η σύζυγος μου.
    εκφρ.
    α) όπως θέλω εγώ, κατά την αρέσκεια μου, όπως μου γουστάρει κατά το δικό μου τρόπο•
    β) κατά τη γνώμη μου, κατ εμένα, όπως εγώ νομίζω•
    с моё – τόσο όσο εγώ• έτσι όπως εγώ•
    (это) не по моей части – δεν είναι δική μου δουλεία η αρμοδιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > мой

  • 26 полагать

    ρ.δ.
    1. παλ. καταβάλλω, διαθέτω, βάζω.
    2. παλ. βλ. класть (6 σημ.).
    3. υποθέτω, νομίζω, εικάζω, φαντάζομαι•

    полагать мы -ли, что он уехал εμείς υποθέσαμε ότι αυτός έφυγε.

    || προύποθέτω, σκοπεύω, προτίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > полагать

  • 27 почесть

    -чту, -чтшь, παρλθ. χρ. почл
    -чла, -чло
    ρ.σ. παλ. θεωρώ, νομίζω, εκλαμβάνω λογιάζω.
    επίρ. (διαλκ.)
    βλ. почти.

    Большой русско-греческий словарь > почесть

  • 28 предположить

    ρ.σ. υποθέτω, εικάζω, θεωρώ νομίζω παραδέχομαι•

    -жим, что ты прав ας. υποθέσομε (παραδεχτούμε) ότι έχεις δίκιο.

    Большой русско-греческий словарь > предположить

  • 29 расценить

    -еню, -енишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расценённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. εκτιμώ• διατιμώ• καθορίζω την τιμή•

    расценить товар εκτιμώ το εμπόρευμα•

    расценить мебель εκτιμώ το έπιπλο.

    2. μτφ. εκλαμβάνω, νομίζω, παίρνω, περνώ, θεωρώ• χαρακτηρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > расценить

  • 30 сдавать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. сдать(ся).
    сдаётся ρ.δ.
    απρόσ. νομίζω, φαίνομαι•

    мне -тся, что... μου φαίνεται ότι.,..

    Большой русско-греческий словарь > сдавать(ся)

  • 31 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 32 чаять

    чаю, чаешь, προστκ. δεν έχει• παθ. μτχ. ενστ. чаемый, βρ: чаем, -а, -о
    ρ.δ. (παλ. κ. απλ.).
    1. υποθέτω, σκέπτομαι, βάζω με το νου μου• νομίζω.
    2. ελπίζω, προσδοκώ.
    εκφρ.
    чающие движение воды – οι προσδοκούντες την κίνηση του νερού (της κολυβθήθρας του Σιλωάμ), οι προσδοκούντες σε κάποιο όφελος ή σε καλυτέρευση.

    Большой русско-греческий словарь > чаять

См. также в других словарях:

  • νομίζω — use customarily pres subj act 1st sg νομίζω use customarily pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίζω — νομίζω, νόμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • νομίζω — νόμισα, νομίστηκα, μτβ. και αμτβ. 1. έχω τη γνώμη, υποθέτω, θαρρώ: Νομίζω πως ο πόλεμος δεν είναι πιθανός. 2. θεωρώ κάτι ή κάποιον ως κάτι: Δε σε νομίζω ικανό για τη δουλειά αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νομίζετον — νομίζω use customarily pres imperat act 2nd dual νομίζω use customarily pres ind act 3rd dual νομίζω use customarily pres ind act 2nd dual νομίζω use customarily imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενομισμένα — νομίζω use customarily perf part mp neut nom/voc/acc pl νενομισμένᾱ , νομίζω use customarily perf part mp fem nom/voc/acc dual νενομισμένᾱ , νομίζω use customarily perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίζεσθε — νομίζω use customarily pres imperat mp 2nd pl νομίζω use customarily pres ind mp 2nd pl νομίζω use customarily imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίζετε — νομίζω use customarily pres imperat act 2nd pl νομίζω use customarily pres ind act 2nd pl νομίζω use customarily imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίζῃ — νομίζω use customarily pres subj mp 2nd sg νομίζω use customarily pres ind mp 2nd sg νομίζω use customarily pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσουσι — νομίζω use customarily aor subj act 3rd pl (epic) νομίζω use customarily fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νομίζω use customarily fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»