Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νικώ

  • 1 νικώ

    [нико] р. побеждать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νικώ

  • 2 победить

    -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побежденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ. νικώ•

    победить врага νικώ τον εχθρό•

    победить в бою νικώ στη μάχη•

    победить в спортивных соревнованиях νικώ στα αγωνίσματα.

    || μτφ. υπερνικώ•

    победить страх νικώ το φόβο•

    победить препяствия, трудности υπερνικώ τα εμπόδια, τις δυσκολίες.

    || μτφ. καταχτώ, αιχμαλωτίζω•

    победить сердце красавицы καταχτώ την καρδιά μιας καλλονής.

    Большой русско-греческий словарь > победить

  • 3 верх

    верх м 1) το επάνω μέρος \верх автомобиля η καπότα 2) (высшая степень) το αποκο ρύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτο" \верх совершенства το άκρο άωτο της τελειότη τας ◇ одержать \верх νικώ, επικρατώ, υπερτερώ
    * * *
    м
    1) το επάνω μέρος

    верх автомоби́ля — η καπότα

    2) ( высшая степень) το αποκορύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτο

    верх соверше́нства — το άκρο άωτο της τελειότητας

    ••

    одержа́ть верх — νικώ, επικρατώ, υπερτερώ

    Русско-греческий словарь > верх

  • 4 выиграть

    выиграть, выигрывать в рази. знач. κερδίζω· \выиграть состязание νικώ (или κερδίζω) τον αγώνα· \выиграть в лотерее κερδίζω το λαχείο
    * * *
    в разн. знач. = выигрыват

    вы́играть состяза́ние — νικώ ( или κερδίζω) τον αγώνα

    вы́играть в лотере́е — κερδίζω το λαχείο

    Русско-греческий словарь > выиграть

  • 5 нанести

    нанести (причинить) επιφέρω, καταφέρω' \нанести удары καταφέρω πλήγματα* \нанести ущерб προξενώ ζημία' \нанести поражение νικώ ◇ \нанести визит επισκέπτομαι
    * * *
    ( причинить) επιφέρω, καταφέρω

    нанести́ уда́ры — καταφέρω πλήγματα

    нанести́ уще́рб — προξενώ ζημία

    нанести́ пораже́ние — νικώ

    ••

    нанести́ визи́т — επισκέπτομαι

    Русско-греческий словарь > нанести

  • 6 обыграть

    обыграть, обыгрывать νικώ, κερδίζω· \обыграть со счётом 5:3 κερδίζω με σκορ πέντε τρία
    * * *
    = обыгрывать
    νικώ, κερδίζω

    обыгра́ть со счётом 5:3 — κερδίζω με σκορ πέντε τρία

    Русско-греческий словарь > обыграть

  • 7 одержать

    одержать, одерживать: \одержать победу κερδίζω, νικώ· \одержать верх над кем-л. υπερισχύω κάποιον
    * * *
    = одерживать

    одержа́ть побе́ду — κερδίζω, νικώ

    одержа́ть верх над кем-л. — υπερισχύω κάποιον

    Русско-греческий словарь > одержать

  • 8 победить

    победить, побеждать νικώ
    * * *
    = побеждать

    Русско-греческий словарь > победить

  • 9 поражение

    поражение с η ήττα; нанести \поражение νικώ; потерпеть \поражение παθαίνω ήττα, ηττώμαι; без \пораженией χωρίς ήττα
    * * *
    с
    η ήττα

    нанести́ пораже́ние — νικώ

    потерпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα, ηττώμαι

    без пораже́ний — χωρίς ήττα

    Русско-греческий словарь > поражение

  • 10 разбить

    разбить 1) τσακίζω, σπάνω 2) лерен. συντρίβω; νικώ (победить) \разбиться τσακίζομαι, τραυματίζομαι· \разбиться насмерть χτυπώ θανάσιμα
    * * *
    1) τσακίζω, σπάνω
    2) перен. συντρίβω; νικώ ( победить)

    Русско-греческий словарь > разбить

  • 11 бить

    бить
    несов
    1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;
    2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:
    \бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;
    3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):
    \бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;
    4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:
    \бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;
    5. (убивать скот) σφάζω;
    6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;
    7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:
    \бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;
    8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:
    часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;
    9. (побеждать) νικώ:
    \бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός.

    Русско-новогреческий словарь > бить

  • 12 обыграть

    обыграть
    сов, обыгрывать несов νικῶ / κερδίζω (выигрывать):
    \обыграть кого-л. в шахматы νικώ στό σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > обыграть

  • 13 одержать

    одержать
    сов, одерживать несов:
    \одержать верх над кем-л. ὑπερτερώ, ὑπερισχύω; νικώ· \одержать победу νικώ, κερδίζω τή νίκη.

    Русско-новогреческий словарь > одержать

  • 14 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 15 перемогать

    ρ.δ.μ. (υπερ)νικώ, καταβάλλω1-дремоту νικώ τη νύστα.
    1. προσπαθώ να νικήσω, κάνω κουράγιο.
    2. (απλ.) τα βγάζωπέ-ρα με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перемогать

  • 16 победа

    ж
    η νίκη

    одержа́ть побе́ду — νικώ

    Русско-греческий словарь > победа

  • 17 верх

    верх
    м
    1. (верхняя часть) τό (ἐ)πάνω μέρος, τό [ὐ]ψηλότερο[ν] μέρος:
    \верх до́ма τό πάνω μέρος (или τό πάνω πάτωμα) τοῦ σπιτιού·
    2. (экипажа, машины и т. п.) τό κάλυμμα, ἡ καπότα (τοῦ ἀμαξιού)·
    3. (высшая степень, предел) τό κορύφωμα, ὁ κολοφών, τό ἀπόγειον, τό ἄκρον:
    \верх счастья τό κορύφωμα τής εὐτυχίας· быть на \верху блаженства εἶμαι στό κορύφωμα τής εὐδαιμονίας· это \верх нахальства εἶναι τό ἄκρον ἄωτον τής ἀναίδειας·
    4. (лицевая сторона материи) ἡ καλή, ἡ ὀψη, τό ἐξωτερικόν ◊ одержа́ть \верх над кем-л. νικώ κάποιον, βγαίνω νικητής.

    Русско-новогреческий словарь > верх

  • 18 добиться

    доби́ться
    сов κατορθώνω, πετυχαίνω:
    \добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη.

    Русско-новогреческий словарь > добиться

  • 19 измор

    измор
    м:
    взять \измором а) νικώ (τόν ἐχθρό) μέ τήν ἐξάντληση καί τήν πείνα, б) пере ἡ ἐξάντληση.

    Русско-новогреческий словарь > измор

  • 20 наносить

    наносить I
    сов (приносить) φέρνω, φέρω, κουβαλώ.
    наносить II
    несов
    1. (нагромождать) ἀποθέτω (откладывать \наносить о воде)/ μαζεύω, στοιβάζω (снег, песок и т. п.)·
    2. (на карту и т. п.) σημειώνω:
    \наносить краски на холст χρωματίζω τό παννό· \наносить на бумагу καταγράφω, γράφω·
    3. (причинять) ἐπιφέρω, καταφέρω:
    \наносить удар καταφέρω κτύπημα· \наносить ущерб προξενώ ζημίαν \наносить оскорбление ἐξυβρίζω, προσβάλλω· \наносить поражение νικώ· ◊ \наносить визит ἐπισκέπτομαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > наносить

См. также в других словарях:

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

  • νικώ — νικάω / νικώ, νίκησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νικώ — νίκησα, νικήθηκα, νικημένος 1. επικρατώ στη μάχη ή σε οποιονδήποτε αγώνα: Με θεριά πολέμησα νίκησα το Χάρο (Πολέμης). 2. καθορίζω το αποτέλεσμα, έχω τον τελευταίο λόγο, υπερισχύω: Σε ισοψηφία νικά η ψήφος του προέδρου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικῶ — νῑκῶ , νικάω conquer pres imperat mp 2nd sg νῑκῶ , νικάω conquer pres subj act 1st sg (attic epic ionic) νῑκῶ , νικάω conquer pres ind act 1st sg (attic epic ionic) νῑκῶ , νικάω conquer pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) νῑκῶ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικῷ — νῑκῷ , νικάω conquer pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» …   Dictionary of Greek

  • καταπαγκρατιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στο αγώνισμα παγκράτιον 2. νικώ κάποιον στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παγκρατιάζω «αγωνίζομαι το παγκράτιον»] …   Dictionary of Greek

  • κατατροπώνω — (AM κατατροπῶ, όω) νικώ κάποιον και τόν τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος μσν. μέσ. κατατροποῡμαι, όομαι κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῡ καὶ χώρας», Διγεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατατροπώ < κατ(α) * + τροπῶ… …   Dictionary of Greek

  • νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… …   Dictionary of Greek

  • νίκος — το (ΑΜ νῑκος) 1. νίκη 2. εξουσία, επικυριαρχία μσν. 1. υπερίσχυση, υπεροχή 2. συνεκδ. λάφυρα, λεία 3. νικητής 4. δύναμη, ισχύς 5. λαμπρότητα, ακτινοβολία 6. ευημερία, προκοπή 7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση 8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ… …   Dictionary of Greek

  • παγκράτιο(ν) — το (Α παγκράτιον) [παγκρατής] αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία αρχ. 1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. το φυτό θαψία 3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»