-
1 νῖκος
-
2 στροβά-νῑκος
-
3 φερέ-νῑκος
φερέ-νῑκος, Sieg bringend, davontragend, siegreich. Als, nom. pr.
-
4 φιλό-νῑκος
φιλό-νῑκος, den Sieg liebend, übh. nach dem Vorrange, Vorzuge strebend; Xen. Mem. 3, 4,3; Isocr. 1, 30 nach Bekker, vulg. - νεικος.
-
5 χορό-νῑκος
χορό-νῑκος, im Chore siegend, Alexis bei Ath. XIV, 638 c.
-
6 καλλί-νῑκος
καλλί-νῑκος, mit schönem Siege, – a) ruhmvoll siegend; Pind. P. 1, 32. 11, 46; ἄναξ Eur. Suppl. 125; Ἡρακλῆς Archil. 69. – b) den Sieg verherrlichend; στέφανος, ὕμνος, μέλος, Pind. N. 4, 16 P. 5, 106; χάρμα, κῦδος, des schönen Sieges, I. 4, 61. 1, 12; τὸ καλλίνικον, Siegesfeier, N. 3, 17. – Bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenmelodie.
-
7 μεγαλό-νῑκος
μεγαλό-νῑκος, groß siegend, Sp.
-
8 οὐρανό-νῑκος
οὐρανό-νῑκος, den Himmel besiegend, übertreffend, Aesch. Suppl. 156. 170, ἄτα.
-
9 μῡριό-νῑκος
μῡριό-νῑκος, unzählige Male siegend, Sp.
-
10 ἀστύ-νῑκος
ἀστύ-νῑκος, πόλις, die siegreiche Stadt, Athen, Aesch. Eum. 875.
-
11 ἀξιό-νῑκος
ἀξιό-νῑκος ( νίκη), werth zu siegen, zum Siege tüchtig, ἀϑλητής Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ κράτος, werth vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11.
-
12 ὀλυμπιό-νῑκος
ὀλυμπιό-νῑκος, in den olympischen Spielen siegend, Pind. Ol. 14, 19 N. 6, 17.
-
13 ἐπί-νῑκος
ἐπί-νῑκος, dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.
-
14 βάλανος
βάλανος, ἡ, auch ὁ, Aesop. 123, 1) die Eichel (Frucht der δρῦς), von Hom. an überall; Odyss. 10, 242. 13, 409, beide Male Homerisch sing. anstatt des plur. – Uebh. eichelähnliche Früchte, für die die Griechen keine eigene Namen hatten, a) Dattel, Her. 1, 193; ἡ ἀπὸ τοῦ φοί. νικος Xen. An. 1, 5, 10. 2, 3, 15. – b) die ächte Kastanie, Διὸς βάλανος Diosc., auch Σαρδιαναί u. Εὐβοϊκαί genannt. – c) eine Art Nüsse, Διὸς βάλανοι, s. Ath. II, 53 b ff. – d) die von Aerzten gebrauchte β. μυρεψική, Behennuß. – Auch die Eiche selbst, Theophr. – Wegen ähnlicher Gestalt: – 2) eine Art Seemuschel, Arist. H. A. 4, 8; vgl. Epicharm. Ath. III, 85 d. – 3) der vordere Theil des männlichen Gliedes, Eichel, Arist. H. A. 1, 13; Sp. – 4) ein länglicher eiserner Zapfen, der durch den vorgeschobenen Riegel, μοχλός, in ein Loch in der Thürvfoste, βαλανοδόκη, geschoben und beim Eröffnen der Thür durch einen Schlüssel oder Haken, βαλανάγρα, wieder herausgehoben wurde, Thuc. 2, 4; Ar. Vesp. 200; Aen. Tact. 18. Aehnlich von einem Schloß am Halsband, Ar. Lys. 410. – 5) Bei Hippocr. eine Art Seifenzäpfchen.
-
15 ἀξιόνῑκος
ἀξιό-νῑκος, wert zu siegen, zum Siege tüchtig; des Vorzugs würdig -
16 ἀστύνῑκος
ἀστύ-νῑκος, die siegreiche Stadt, Athen -
17 ἐπινίκιος
ἐπι-νίκιος, u. ἐπί-νῑκος, zum Siege gehörig; ἀοιδή, Siegesgesang; ἐνεγκὼν πάντα ἐπινίκια, Siegespreis; τὰ ἐπινίκια ϑύειν, ein Opferfest wegen eines Sieges veranstalten; πομπή, Siegesaufzug; ἐπινίκια πέμπειν, triumphum agere -
18 καλλίνῑκος
καλλί-νῑκος, mit schönem Siege, (a) ruhmvoll siegend. (b) den Sieg verherrlichend; τὸ καλλίνικον, Siegesfeier; eine Flötenmelodie -
19 μεγαλόνῑκος
-
20 μῡριόνῑκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νῖκος — for ever neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκος — το (ΑΜ νῑκος) 1. νίκη 2. εξουσία, επικυριαρχία μσν. 1. υπερίσχυση, υπεροχή 2. συνεκδ. λάφυρα, λεία 3. νικητής 4. δύναμη, ισχύς 5. λαμπρότητα, ακτινοβολία 6. ευημερία, προκοπή 7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση 8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ… … Dictionary of Greek
Καββαδίας, Νίκος — (Χαρμπίν Μαντζουρίας 1910 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Ασυρματιστής σε πλοία, ο Κ. ταξίδεψε πολύ και με την έντονη ποιητική του ευαισθησία έγραψε ιδιαίτερα αξιόλογα ποιήματα, που τον καθιέρωσαν μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… … Dictionary of Greek
Γκαλέλα, Ρον Γκάλης, Νίκος — (Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ 1957 –). Μπασκετμπολίστας. Γεννήθηκε από Ελληνοαμερικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ· το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Γεωργαλής και με αυτό το όνομα ξεκίνησε να παίζει στην Ελλάδα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στα περίφημα ανοιχτά… … Dictionary of Greek
Γκάτσος, Νίκος — (Χάνια Αρκαδίας 1911 – Αθήνα 1992). Ποιητής και μεταφραστής της λογοτεχνίας. Αποφοίτησε από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον λογοτεχνικό χώρο με ποιήματά του στα περιοδικά Νέα Εστία (1931) και Ρυθμός (1933). Το… … Dictionary of Greek
Δήμου, Νίκος — (Αθήνα 1935 –). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου την περίοδο 1954 60. Έχει γράψει πολλά βιβλία, πεζά, ποιήματα, φιλοσοφικές πραγματείες και δοκίμια. Σε πολλά από αυτά, με πιο… … Dictionary of Greek
Εγγονόπουλος, Νίκος — (Αθήνα 1910 – 1985). Ζωγράφος και ποιητής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και στη Γερμανία. Δίδαξε ιστορία της τέχνης στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το … Dictionary of Greek
Ζαπατίνας, Νίκος — (Αθήνα 1945 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σπούδασε μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κινηματογράφο στο Παρίσι και μουσική σε διάφορες σχολές. Έχει σκηνοθετήσει πολλά σίριαλ αλλά και ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση … Dictionary of Greek
Ζαχαριάδης, Νίκος — (Νικομήδεια, Μικρά Ασία 1902 – Σορφούτ, Σιβηρία 1973). Πολιτικός, ηγέτης της ελληνικής Αριστεράς. Ήταν γιος καπνομεσίτη που εμπορευόταν στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Τελείωσε το γυμνάσιο στα Σκόπια και αργότερα εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Κακλαμανάκης, Νίκος — (1968 –). Ιστιοπλόος και Ολυμπιονίκης. Ξεκίνησε ως κολυμβητής το 1979 και την ίδια χρονιά είχε την πρώτη επαφή του με το windsurf. Ανήκει στον Ναυτικό Όμιλο Άνδρου και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αθλητές ιστιοσανίδας Mistral στον κόσμο.… … Dictionary of Greek