-
1 πλάγγος
πλάγγος, ὁ, eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.
См. также в других словарях:
νηττοφόνος — νηττοφόνος, ον, ὁ (Α) 1. νηττοκτόνος* 2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο φόνος, νεβρο φόνος] … Dictionary of Greek
νηττοφόνος — duck killer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηττοφόνον — νηττοφόνος duck killer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)