-
1 εκατομπους
2, gen. ποδος стоногийαἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. — пятьдесят ( или множество) Нереид
См. также в других словарях:
Νηρῇδες — Νηρηίς daughter of Nereus fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκατομπους
αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. — пятьдесят ( или множество) Нереид
Νηρῇδες — Νηρηίς daughter of Nereus fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)