-
21 πλεοναζω
(pf. πεπλεόναχα или πεπλεόνακα)1) быть чрезмернымὃ μήτε πλεονάζει, μήτε ἐλλείπει Arst. — (серединой называется) то, что не является ни избыточным, ни недостаточным
2) иметь в избытке, изобиловать(τινός Arst.)
3) ( об уродствах) иметь лишнее число членов(π. καὴ κολοβὰ γίγνεσθαι Arst.)
4) выступать из берегов, разливаться(πλεονάσας ὅ Νεῖλος Plut.)
5) приходить во множестве или часто6) приумножаться(ἐπλεόνασεν ἥ ἁμαρτία NT.)
7) преисполнять(τινὰ ἀγαπῇ NT.)
8) выходить за пределы разумного, предъявлять непомерные требования Dem., Isocr.9) становиться высокомерным, зазнаваться(τῇ εὐτυχίᾳ Thuc.)
10) преувеличиватьνομίζειν τι πλεονάζεσθαι Thuc. — считать что-л. преувеличенным
11) грам. вставлять ненужные слова, употреблять плеонастически12) грам. быть плеонастичным -
22 πληθυω
(только praes., impf. и aor.)1) быть полным(νεκρῶν πλεθύει πέδον Eur.)
πληθυούσης ἀγορῆς Her. — когда рыночная площадь полна (народу)2) увеличиваться, возрастатьπληθύοντος ἡμῶν τοῦ γένους Plat. — когда наш род разросся;
ὅ πληθύων λόγος Soph. — всеобщая (господствующая) молва;3) ( о реке) прибывать, вздуваться, выступать из берегов, разливаться(ὅ Νεῖλος ἐπεὰν πληθύῃ Her.)
4) изобиловать, быть богатымπαισὴ π. Soph. — иметь много детей
-
23 πολυγονος
-
24 πολυθρεμμων
-
25 πολυκητης
-
26 σπερμαινω
-
27 συμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
-
28 σχιζω
(fut. σχίσω, aor. ἔσχισα; pass.: aor. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι)1) разрывать(ὀνύχεσσι Hes.; τὸ καταπέτασμα ἐσχίσθη εἰς δύο NT.)
2) рассекать, разрубать(κάρα πελέκει Soph.; σ. δώδεκα μοίρας HH.)
3) раскалывать, колоть(ξύλα Xen.)
4) разрезать, взрывать, вспахивать(νῶτον γᾶς Pind.)
5) расщеплять, разделятьΝεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Her. — Нил, разделяющий Египет посредине;
σχίσαι περὴ τέν κεφαλέν τὰς φλέβας Plat. — окружить голову сетью кровеносных сосудов;ἐσχίσθη ὅ ποταμός Her. — река разделилась;ἐσχιζομένη ὁδός Her. — распутье; -
29 υπονοστεω
1) возвращаться, отступать, отходить(ἀπό τινος Plut.)
2) оседать, опускаться3) убывать, спадать(ὅ Νεῖλος ὑπονοστεῖ Plut.)
ἥ θάλασσα τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δ΄ ὑπενόστησεν Thuc. — море одну часть (города) затопило, а с другой отхлынуло4) переходить, перерождатьсяτὸ θαυμαζόμενον εἰς χλευασμὸν ὑπονοστεῖ Plut. — то, что вызывало удивление, становится предметом насмешек
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Νεῖλος — Nile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο … Dictionary of Greek
Νείλος — ο ποταμός της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νείλος Κεραμεύς — (14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1380 88). Ο Πατριάρχης Ν. ήταν λόγιος, και έγραψε πραγματείες και πολλές συνοδικές πράξεις … Dictionary of Greek
Κυανούς Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Αβάι ή Μπαχρ-ελ Αζράκ ή Κυανούς Νείλος — Ποταμός (3.280 χλμ.) της Αφρικής, ένας από τους κυριότερους παραποτάμους του Νείλου. Οι πηγές του βρίσκονται σε ύψος 2.670 μ. σε αιθιοπικό έδαφος και η συμβολή του στον Νείλο, κοντά στο Χαρτούμ. Το πλάτος του κυμαίνεται από 10 έως 1.000 μ. Περνά… … Dictionary of Greek
Νεῖλε — Νεῖλος Nile masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεῖλον — Νεῖλος Nile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Нил (имя) — Нил (Νείλος) древнегреческое Род: муж Производ. формы: Нилушка, Нилок Иноязычные аналоги: англ. Nilus греч. Νείλος … Википедия