-
1 genç
νέος, νεαρός -
2 kıdemsiz
νέος, άπειρος -
3 yeni
νέος, καινούριος, μόλις, πρόσφατα, προσφάτως -
4 Fresh
adj.Other: P. and V. ἄλλος, ἕτερος.Blooming: P. and V. νέος, ὡραῖος, V. ἀκμαῖος, θαλερός, χλωρός.We shall travel more easily when fresh: P. νεαλέστεροι ὄντες ῥᾷον πορευσόμεθα (Plat., Pal. 265B).Recent: P. and V. νέος, καινός, πρόσφατος, P. ὑπόγυιος, V. ποταίνιος.Of cheese: Ar. and P. χλωρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fresh
-
5 дебютант
-
6 молодой
молодой 1) νέος» νεαρός· \молодойчеловек о νεαρός 2) перен. φρέσκος, καινούργιος* * *1) νέος, νεαρόςмолодо́й челове́к — ο νεαρός
2) перен. φρέσκος, καινούργιος -
7 новый
-
8 парень
-
9 человек
человек м о άνθρωπος; молодой \человек ο νέος; пять \человек πέντε άτομα; деловой \человек о ενεργητικός (или δραστήριος) άνθρωπος; нас десять \человек είμαστε δέκα* * *мο άνθρωποςмолодо́й челове́к — ο νέος
пять челове́к — πέντε άτομα
делово́й челове́к — ο ενεργητικός ( или δραστήριος) άνθρωπος
нас де́сять челове́к — είμαστε δέκα
-
10 юный
юный νεαρός, νέος; с юных лет απ'τα μικρά χρόνια* * *νεαρός, νέοςс ю́ных лет — απ'τα μικρά χρόνια
-
11 моложавый
моложавыйприл πού δείχνει νέος, πού φαίνεται νέος. -
12 новосел
новоселм ὁ νέος κάτοικος, ὁ νέος ἐνοικος. -
13 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
14 новосёл
-а α.-ка, -и θ.νέος κάτοικος ή νέος ένοικος. -
15 Youthful
adj.Youthful rashness: V. νεον θράσος (Æsch., Pers. 744).On your youthful shoulders: V. νεανίαις ὤμοισι (Eur, Hel. 1562).Youthful form: V. ἡβητὴς τύπος, ὁ (Eur., Heracl 858).Dragged by thousands of youthful hands: V. μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων (Eur., Bacch. 745) Play youthful pranks, v.: Ar. and P. νεανιεύεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Youthful
-
16 новейший
-
17 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
18 здоровяк
здоровякм разг ὁ γεροδεμένος, ὁ κοτσονάτος νέος. -
19 молодой
молод||ой1. прил νέος, νεαρός:\молодойόε дерево τό δεντράκι· \молодой картофель ἡ φρέσκια πατάτα· \молодой месяц τό νέο φεγγάρι, ἡ νέα σελήνη· \молодойое виио́ τό καινούργιο κρασί·2. м уст. разг ὁ νεόνυμφος, ὁ νιόπαντρος· ◊ мо́лодо-зелеио εἶναι ἀγουρο τό μυαλό του. -
20 неоперившийся
неоперившийсяприл ἄπτερος, χωρίς φτερωσιά / перен νέος, ἀνώριμος, πρωτάρης:\неоперившийся птенец прям., перен νεοσσός.
См. также в других словарях:
νέος, -α, -ο — και νιος, νια, νιο 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, καινούριος: Νέος χρόνος. 2. ο μικρός στην ηλικία, ο νεαρός: Είναιακόμη πολύ νέος. 3. αυτός που αντικατέστησε άλλον: Μας ήρθε νέος γυμνασιάρχης. 4. παράξενος, ασυνήθιστος: Νέες ιδέες, νέα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νέος — young masc nom sg νέος young masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεός — νεός, ἡ (Α) βλ. νειός … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek
Νέος Μαρμαράς — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Μερική άποψη του οικισμού Νέος Μαρμαράς, στον νομό Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Νέος Παντελεήμων — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Γενική άποψη του οικισμού Νέος Παντελεήμων, στν νομό Πιερίας … Dictionary of Greek
Νέος Μαρμαράς — Sp Nèos Marmãras Ap Νέος Μαρμαράς/Neos Marmaras L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
νεός — ναῦς ship fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέος Αιών — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1882. 2. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1891 με έδρα τη Ζάκυνθο. 3. Ημερήσια εφημερίδα (1900 1908). Ιδρύθηκε από τον Α. Μεταξά με έδρα την Πάτρα. 4. Εβδομαδιαία εφημερίδα … Dictionary of Greek