-
1 νεάσιμος
νεάσιμος, umzupflügen, vom Brachlande, Sp.
-
2 νεάσιμος
νεάσιμος, umzupflügen, vom Brachlande
См. также в других словарях:
νεάσιμος — νεάσιμος, ον (Α) [νεώ (Ι)] αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο καλλιεργήσιμος … Dictionary of Greek