-
1 недавно
επίρ.πριν λίγο καιρό, πρόσφατα, τελευταία, νεωστί, εσχάτως. -
2 Day
subs.All day: use adj., Ar. and V. πανήμερος.By day: P. and V. μεθʼ ἡμέραν, or use adj., P. μεθημερινός.By day or by night: V. νύχιος ἡ καθʼ ἡμέραν (Eur., El. 603).Every day: P. καθʼ ἑκάστην τὴν ἡμέραν.A day's journey: P. ἡμερησία ὁδός (Plat.).Some day: P. and V. ποτέ.Spend the day, v.: P. and V. ἡμερεύειν, P. διημερεύειν.The self-same day: P. and V. αὐθήμερον.On the day beforc: P. τῇ προτεραίᾳ. (gen.).The day before yesterday: Ar. and P. πρώην.In voting: also V. πληθύνεσθαι.Be the order of the day: P. and V. κρατεῖν.Living but a day, adj.: P. and V. ἐφήμερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Day
-
3 Freshly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Freshly
-
4 Just
adj.Exceeding just: V. πάνδικος, ὑπέρδίκος.Pious: P. and V. εὐσεβής, ὅσιος.Deserved: P. and V. ἄξιος, V. ἐπάξιος.——————adv.Just as I am: P. and V. ὡς ἔχω.Just as I was: P. and V. ὥσπερ εἶχον.Just about: P. and V. σχεδόν τι.Just now: P. and V. νῦν, ἄρτι, νέον, νεωστί, ἀρτίως (Dem. 463 and 737, also Plat.), Ar. and P. ἔναγχος, V. ἁρμοῖ.To be just doing a thing: P. and V. τυγχάνειν ποιῶν τι.To be just about to: P. and V. μέλλειν (infin.).A war just about to begin: P. ὅσον οὐ παρῶν πόλεμος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Just
-
5 Lately
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lately
-
6 Newly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Newly
-
7 Now
adv.Already: P. and V. ἤδη.As things are: P. and V. νῦν.Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.Till now: see Hitherto.As connecting particle: P. and V. οὖν, μὲν οὖν, γαρ.Come now: P. and V. φέρε, φέρε δή, ἄγε, εἶα, εἶα δή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Now
-
8 Recently
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Recently
См. также в других словарях:
νεωστί — lately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωστί — (ΑΜ νεωστί) επίρρ. πριν από λίγο, πρόσφατα («καὶ Περικλέα τουτονὶ τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *νέως, αμάρτυρο επίρρ. τού νέος + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. ιερωσ τί, ταχεωσ τί)] … Dictionary of Greek
ново — (26) нар. 1.Недавно, только что; впервые: Мьньшѧ˫а тебе малы˫а вьрстою... || ...помилѹи. и к‹ъ б҃о›у о нихъ въздъхни ˫а‹ко› не ново начьнъшѧ позна(в)ати г҃а Изб 1076, 45 об.–46; гл(в) •в͠і• како ˫азычьникъ. || или въ недѹзѣ или ново крьщьсѧ. ‹и›… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
новооуставлениѥ — НОВООУСТАВЛЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Новое (законодательное) установление: се же аще кто дерьзнеть створити. телесную подъиметь мѹкѹ... строѧщимъ таковаѧ. сѹщимъ по мѣстомъ ѥп(с)помъ не то||кмо же но и градьскымъ и воиньскымъ властелемъ. твоѥи ѹбо славѣ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
образитисѧ — ОБРА|ЗИТИСѦ1 (5*), ЖОУСѦ, ЗИТЬСѦ гл. Удариться, натолкнуться на что л.: и акы животьно крѣпоко. и сильно тѣломь... аще сълѹчитьсѧ ѥмѹ образитисѧ о камень, аще и малы поринетьсѧ. абиѥ по падении въстанеть. СбТр XII/XIII, 181; акы стрѣла бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Каирис, Теофилос — Теофилос Каирис Теофилос Каирис (греч. Θεόφιλος Καΐρης, 19 октября … Википедия
εναύλισμα — το (AM ἐναύλισμα) κατοικία, διαμονή, κατασκήνωση, καταυλισμός, τόπος καταυλισμού, διανυκτέρευση, στάθμευση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημα» … Dictionary of Greek
μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek
νεοεργής — νεοεργής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ εἰργασμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. κακο εργής] … Dictionary of Greek