-
101 νεανικώτατος
νεᾱνικώτατος, νεανικόςyouthful: masc nom superl sg -
102 νεανικώτερα
νεᾱνικώτερα, νεανικόςyouthful: neut nom /voc /acc comp pl -
103 νεανικώτεραι
νεᾱνικώτεραι, νεανικόςyouthful: fem nom /voc comp pl -
104 νεανικώτεροι
νεᾱνικώτεροι, νεανικόςyouthful: masc nom /voc comp pl -
105 νεανικώτερος
νεᾱνικώτερος, νεανικόςyouthful: masc nom comp sg -
106 νεανισκευομένη
νεᾱνισκευομένη, νεανισκεύομαιto be in one's youth: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
107 νεανισκεύεσθαι
νεᾱνισκεύεσθαι, νεανισκεύομαιto be in one's youth: pres inf mp -
108 νεανισκεύεται
νεᾱνισκεύεται, νεανισκεύομαιto be in one's youth: pres ind mp 3rd sg -
109 νεανίαιν
νεᾱνίαιν, νεανίηςmasc gen /dat dual -
110 νεανίαις
νεᾱνίαις, νεανίηςmasc dat pl -
111 νεανίαισι
νεᾱνίαισι, νεανίηςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
112 νεανίδων
νεᾱνίδων, νεᾶνιςgirl: fem gen pl -
113 νεανίευμα
νεᾱνίευμα, νεανίευμαyouthful: neut nom /voc /acc sg -
114 νεανίου
νεᾱνίου, νεανίηςmasc gen sg -
115 νεανίσκ'
νεᾱνίσκε, νεανίσκοςmasc voc sg -
116 νεανίσκε
νεᾱνίσκε, νεανίσκοςmasc voc sg -
117 νεανίσκοι
νεᾱνίσκοι, νεανίσκοςmasc nom /voc pl -
118 νεανίσκον
νεᾱνίσκον, νεανίσκοςmasc acc sg -
119 νεανίσκος
νεᾱνίσκος, νεανίσκοςmasc nom sg -
120 νεαπόλεως
νεᾱπόλεω̆ς, νεάπολιςnew city: fem gen sg (attic)
См. также в других словарях:
Νέα — Νέᾱ , Νέη fem nom/voc/acc dual Νέᾱ , Νέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέα — νέα, ἡ (Α) βλ. νειός … Dictionary of Greek
νέα — ναῦς ship fem acc sg (epic ionic) νέᾱ , νέα fem nom/voc/acc dual νέᾱ , νέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νέος young neut nom/voc/acc pl νέᾱ , νέος young fem nom/voc/acc dual νέᾱ , νέος young fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέᾳ — νέαι , νέα fem nom/voc pl νέᾱͅ , νέα fem dat sg (attic doric aeolic) νέαι , νέομαι go pres ind mp 2nd sg (epic ionic) νέαι , νέομαι go pres ind mp 2nd sg (epic ionic) νέαι , νέος young fem nom/voc pl νέᾱͅ , νέος young fem dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… … Dictionary of Greek
Νέα, Τα — Καθημερινή απογευματινή εφημερίδα της Αθήνας με εκδότη τον Δημήτριο Λαμπράκη (1930). Αρχικά εκδιδόταν με τον τίτλο Αθηναϊκά Νέα, που τον διατήρησε έως την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Από το 1970 εκδίδεται ως ιδιοκτησία του δημοσιογραφικού… … Dictionary of Greek
Νέᾳ — Νέαι , Νέη fem nom/voc pl Νέᾱͅ , Νέη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… … Dictionary of Greek
Νέα Καμένη — Néa Kaméni Néa Kaméni Νέα Καμένη (el) Vue aérienne de Néa Kaméni. Géographie Pays … Wikipédia en Français
Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek