1 αβυσσος
(πέλαγος Aesch.; Νείλου πηγαί Her.; λίμνη Arph.; Ταρτάρου χάσματα Eur.)
(πλοῦτος Aesch.; ἀργύριον Arph.)
(ὄψις, sc. Διός Aesch.; πράγματα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь > αβυσσος