-
21 χαραξιποντος
-
22 Αθαναίαν
-
23 Ἀθαναίαν
-
24 πυτιναία
-
25 πυτιναῖα
-
26 σελαναίαν
σελᾱναίᾱν, σεληναίηfem acc sg (attic doric aeolic) -
27 αἰθεροναία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθεροναία
-
28 νήϊος
νηϊος, η, ον, [dialect] Dor. [full] νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers. 279, 336: ([etym.] ναῦς):—A of or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391;ν. ξύλα Hes.Op. 808
;ν. δοῦρα A.R.2.79
; νήϊα alone, oars, Nic.Th. 814;ἄνδρες νάϊοι A.Supp. 719
; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj. 357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT 409 (lyr.). -
29 πενταναΐα
πεντα-νᾱΐα, ἡ,A squadron of five vessels, Hell. Oxy. 2.4, Polyaen.3.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταναΐα
-
30 πεντεκαιδεκαναΐα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδεκαναΐα
-
31 χαραξίποντος
A ploughing the sea,ναΐα κλαῒς χ. Simon.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαραξίποντος
-
32 πενταναΐα
πεντα-ναΐα, ἡ, Anzahl von fünf Schiffen -
33 πεντεκαιδεκαναΐα
πεντε-και-δεκα-ναΐα, ἡ, Zahl von fünfzehn Schiffen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Νάια — Νάϊα και Νᾱα, τὰ (Α) [Νάϊος] γιορτή που τελούνταν προς τιμή τού Ναΐου Διός στη Δωδώνη … Dictionary of Greek
ναία — νᾱΐᾱ , νήιος fem nom/voc/acc dual (doric) νᾱΐᾱ , νήιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναῖ' — Ναῖα , Νάια neut nom/voc/acc pl Ναῖε , Νάιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίοις — Νάια neut dat pl Νάιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίοισι — Νάια neut dat pl (epic ionic aeolic) Νάιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίοισιν — Νάια neut dat pl (epic ionic aeolic) Νάιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίων — Νάια neut gen pl Νάιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαναΐα — ἡ, Α μοίρα στόλου από δεκαπέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα, πεντα ναΐα] … Dictionary of Greek
ная́да — ы, ж. В древнегреческой мифологии: нимфа рек и ручьев. Но кто вдали, нарушив тишину, Уснувшую волну Подъемлет и колеблет? Прелестная нагая Богиня синих вод Наяда молодая. А. Кольцов, Наяда. [греч. Ναϊας, Ναϊαδος] … Малый академический словарь
πενταναΐα — και πεντεναΐα, ἡ, Α μοίρα στόλου από πέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα] … Dictionary of Greek
σελαναία — σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual (doric) σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)