Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ναύκραρος

См. также в других словарях:

  • ναύκραρος — ναύκραρος, ὁ (Α) πολύ πλούσιος πολίτης ο οποίος ήταν αρχηγός τής ναυκραρίας και ασκούσε οικονομικά και διοικητικά καθήκοντα πριν από την εποχή τού Σόλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ναύκληρος] …   Dictionary of Greek

  • ναύκραρος — ναύκρᾱρος , ναύκραρος the chief official of a division masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύκλαρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναύκραρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκραρος, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… …   Dictionary of Greek

  • ναυκράρια — ναυκράρια, τὰ (ΑΜ, Μ και ναυκραρεῑα) [ναύκραρος] κατάλογος, αρχείο τών ναυκράρων μσν. τόποι στους οποίους βρίσκονταν τα κτήματα από τα οποία οι ναύκραροι εισέπρατταν τα δημόσια χρήματα …   Dictionary of Greek

  • ναυκραρία — ναυκραρία, ἡ (Α) [ναύκραρος] (στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο μέρος καθεμιάς από τις φυλές τής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • ναυκραρικός — ναυκραρικός, ή, όν (Α) [ναύκραρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ναυκράρους ή στη ναυκραρία …   Dictionary of Greek

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • ναυκράροις — ναυκρά̱ροις , ναύκραρος the chief official of a division masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκράρους — ναυκρά̱ρους , ναύκραρος the chief official of a division masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»