-
1 ναυτιλια
эп.-ион. ναυτῐλίη ἥ1) мореходное искусство, судоходство(ν. καὴ κυβερνητική Plat.)
2) морское путешествие, мореходство3) судно, корабль(πολύσκαλμος Anth.)
См. также в других словарях:
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek