-
1 ναυτιλία
2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in pl.,ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1
, cf. 163;ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43
, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57.3 ship,πολύσκαλμος ν. AP7.295.4
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυτιλία
-
2 ἐπιτίθημι
A [voice] Act., lay, put or place upon, of offerings laid on the altar,ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Od.21.267
, cf. 3.179 ; , V.96, Antipho 1.18 ; set meats on the table,εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα Od.1.140
, cf. 10.355 ; πάντ' ἐπιθεῖτε on the car, Il.24.264 ;[νέκυας] ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες Od.24.419
; τινὶ κύρτον καὶ κώπαν, as a grave-monument, AP7.505 (=Sapph.120): Constr. mostlyἐ. τινί τι, τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος X.Oec.17.9
, etc.: but also c.gen.,ἐ. λεχέων τινά Il.24.589
;ἐ. τι ἐπί τινος Hdt.2.121
.δ' ;κεφαλὴν ἐπὶ στέρνα τινός X.Cyr.7.3.14
: c. acc. only, put upon, set up, ἐ. φάρμακα apply salves, Il.4.190 ;δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε 10.466
;στήλην λίθου Hdt.7.183
;φάκελον ξύλων E.Cyc. 243
; ἐ. μνημεῖά τινι to him, Id.IT 702, cf. IG14.446 ([place name] Tauromenium), 12.1068.2 set upon, turn towards,Ἑκτορέοις ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν Il.10.46
; but τῇ δ' ἄρ' ἐπὶ φρεσὶ θῆκε c. inf., put it into her mind to.., Od.21.1.II put on a covering or lid, ; κεφαλῇ ἐπέθηκε (as v.l. for ἐφύπερθἐ καλύπτρην 5.232 ; λίθον δ' ἐπέθηκε θύρῃσι, i.e. put a stone as a door to the cave, put it before the door, 13.370 ; also, put a door to,κολλητὰς ἐπέθηκα θύρας 23.194
;θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21.45
;θυρεὸν μέγαν 9.240
(v. infr. B. 11).2 set a seal on, BGU 361 iii 22 (ii A.D.) ; apply a pessary, Hp.Steril. 214 ([voice] Pass.) ; a cupping instrument, Sor.2.11 ([voice] Pass.).III put to, add, grant or give besides, , cf. Il.7.364, etc. ; κράτος, κῦδός τινι, 1.509 (tm.), 23.400 (tm.), 406 (tm.) ; ἡμιτάλαντον χρυσοῦ ib. 796.2 of Time, add, bring on,ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Od.12.399
;μάλα πολλὰ [ἔτεα] Hes.Op. 697
.IV put on as a finish,χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Il.4.111
;περόνην Od. 19.256
: metaph., οὐδὲ τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις add fulfilment, Il.19.107, cf. 20.369 ; so laterἐ. κεφάλαἰ ἐφ' ἅπασι D.21.18
;κολοφῶνα ἐ. τῇ σοφίᾳ Pl.Euthd. 301e
; τέλος ἐπιτεθήκατον ib. 272a ;πέρας ἐ. τῇ γενέσει Arist.GA 776a4
;πίστιν ἐ. D.12.22
, 49.42 ;ὁ δὲ μισθωσάμενος πίστιν ἐπιθήσει πρὸς τοὺς νεωποίας SIG963.34
(Arcesine, iv B. C.) ;πέρας ἐ. τῷ πράγματι PGiss.25.7
(ii A. D.), etc. ; ὅρον ἐ. τῷ πράγματι Mitteis Chr.87.2 (ii A. D.).V impose, inflict a penalty,σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν Od.2.192
; δίκην, ζημίην, ἄποινα ἐ. τινί, Hdt.1.120, 144, 9.120, etc. ;θάνατον δίκην ἐ. τινί Pl.Lg. 838c
;δίκην τὴν πρέπουσαν Id.Criti. 106b
;ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐ. ἀμοιβήν Hes.Op. 334
;τιμωρίαν ὑπέρ τινος D.60.11
(cf. infr. B. IV): so of burdens, grievances, etc.,θήσειν..ἐπ' ἄλγεα Τρωσί Il.2.39
; ;[ἄτην] οἱ ἐπὶ φρεσὶθῆκε..Ἐρινύς Od.15.234
; ἀνάγκην ἐ. c. inf., X.Lac.10.7 ; ἐ...μὴ τυγχάνειν imposing as a penalty not to.., ib.3.3 (v. infr. B. IV).B [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.ἐπιτέθειμαι Plu.2.975d
, also [tense] aor. [voice] Pass., Inscr.Prien. (v. infr.), etc.:— put on oneself or for oneself, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν..θήκατο placed a helmet on his head, Il.10.30 ;κρατὶ δ' ἐπὶ..κυνέην θέτο 5.743
, cf. E.Ba. 702 (tm.), etc.; χεῖρας ἐπ' ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσι laying one's hands upon.., Il.18.317 ; κτύπημα χειρὸς κάρᾳ on one's head, E.Andr. 1210 (lyr.).III apply oneself to, employ oneself on or in, c. dat.,ναυτιλίῃσι μακρῇσι Hdt.1.1
; τῇ πείρᾳ, τοῖς ἔργοις, Th.7.42, X.Mem.2.8.3, etc. ;τοῖς πολιτικοῖς Pl.Grg. 527d
: c. inf., attempt to..,φιλοσοφεῖν ἐπέθετο Alex.36.3
;γράφειν Isoc.5.1
, cf. Pl. Sph. 242b:—[voice] Pass.,ἐπετέθη πρὸς τὸν πόλεμον Inscr.Prien.17.38
(iii B.C.).2 make an attempt upon, attack,τῇ Εὐβοίῃ Hdt.5.31
;Ἐφεσίοισι Id.1.26
, cf. 102, 8.27 ;τῷ δήμῳ Th.6.61
;τῇ δημοκρατίᾳ X.Ath. 3.12
; ἐ. τῇ τοῦ δήμου καταλύσει attempt it, Aeschin.3.235 ;τυραννίδι Lycurg.125
;ἀρχῇ Plu.2.772d
; ἐ. ταῖς ἁμαρτίαις or τοῖς ἀτυχήμασί τινος take advantage of them, Isoc.2.3, D.23.70 : abs., make an attack,κατ' ἀμφότερα Th.7.42
, cf. Arist.Pol. 1302b25.3 abs., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε he practised justice with assiduity, Hdt.1.96, cf. 6.60.V lay commands on,τί τινι Hdt.1.111
, cf. OGI669.61 (Egypt, i A.D.): also c. inf., Hdt.3.63, v.l. in Ath.11.465d.VII contribute, πολλοὶ ἐπέθεντο τὰς ἐπιδόσεις εἰς τὴν παρασκευὴν τοῦ πολέμου prob. in SIG346.29 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτίθημι
См. также в других словарях:
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek