-
1 Ναις
-
2 επινισσομαι
1) (по чему-л.) проходить, протекатьἐ. πεδίων Soph. — протекать по равнинам
2) проплывать(ἔνθα καλὰ Ναῖς ἐπινίσσεται Theocr.)
-
3 Ναιας
См. также в других словарях:
Ναίς — Naiad fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναΐς — (II) Ναΐς και ιων. τ. Νηΐς, ἡ (Α) η Ναϊάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω» + κατάλ. ίς, πρβλ. Δανα ΐς (βλ. και Ναϊάδα)] … Dictionary of Greek
ναΐς — (I) η ζωολ. βλ. ναϊάς … Dictionary of Greek
Ναί — Ναίς Naiad fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίδα — Ναίς Naiad fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίδας — Ναίς Naiad fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίδες — Ναίς Naiad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίδι — Ναίς Naiad fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίδος — Ναίς Naiad fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίδων — Ναίς Naiad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίν — Ναίς Naiad fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)