-
1 αντιτεινω
1) тянуть назад, оттягивать(εἰς τοὔπισθεν τι Arst.; πάλιν τὰς ἡνίας Plut.)
2) противопоставлять, перен. возмещать, отплачивать(νήπια ἀντὴ νηπίων Eur.)
3) тянуться к противоположной стороне, лежать против(τῷ Ἀρτεμισίῳ αἰγιαλῷ Plut.)
ἀντιτείνοντες πρὸς τὸ μέσον λόφοι Plut. — тянущиеся посредине (равнины) холмы4) упираться, противиться(τινί Her., Plat., πρός τι Plat., Arst. и πρός τινα Arst.)
τὰ ἀντιτείνοντα (δένδρα) ἀπόλλυται Soph. погов. — не гнущиеся (во время бури) деревья гибнут;ἥ ἀντιτείνουσα ὑπόληψις Arst. — твердое (досл. непреклонное) убеждение -
2 προσβάλλω
(αόρ. προσέβαλα и προσέβαλαν, παθ. αόρ. προσβλήθηκα и προσεβλήθην) μετ.1) задевать, затрагивать чью-л. честь; оскорблять, обижать (кого-л.);μας προσβάλλεις — ты нас оскорбляешь; — ты нас обижаешь;
2) атаковать (кого-что-л.); нападать (на кого-что-л.);προσβάλλω τό φρούριο — нападать на крепость;
3) воен, поражать (цель и т. п.);4) мед. поражать (о болезни); вредить (здоровью);αυτή η γρίππη προσβάλλει τα νήπια — этот грипп очень опасен для младенцев;
5) юр. оспаривать законность (чего-л.); требовать, добиваться аннулирования (договора и т. п.)
См. также в других словарях:
νηπία — νηπίᾱ , νήπιος infant fem nom/voc/acc dual νηπίᾱ , νήπιος infant fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) νηπίᾱ , νηπιάα fem nom/voc/acc dual νηπίᾱ , νηπιάα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπίᾳ — νηπίᾱͅ , νήπιος infant fem dat sg (attic doric ionic aeolic) νηπίαι , νηπιάα fem nom/voc pl νηπίᾱͅ , νηπιάα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπια — νήπιος infant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπίας — νηπίᾱς , νήπιος infant fem acc pl νηπίᾱς , νήπιος infant fem gen sg (attic doric ionic aeolic) νηπίᾱς , νηπιάα fem acc pl νηπίᾱς , νηπιάα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιάσας — νηπιά̱σᾱς , νηπιάζω to be as a babe fut part act fem acc pl (doric) νηπιά̱σᾱς , νηπιάζω to be as a babe fut part act fem gen sg (doric) νηπιάσᾱς , νηπιάζω to be as a babe aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπίαν — νηπίᾱν , νήπιος infant fem acc sg (attic doric ionic aeolic) νηπίᾱν , νηπιάα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιάσαι — νηπιά̱σᾱͅ , νηπιάζω to be as a babe fut part act fem dat sg (doric) νηπιάζω to be as a babe aor inf act νηπιάσαῑ , νηπιάζω to be as a babe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπι' — νήπια , νήπιος infant neut nom/voc/acc pl νήπιε , νήπιος infant masc voc sg νήπιαι , νήπιος infant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek