-
1 θεμιστευω
1) вершить суд, судить(Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.)
2) управлять, повелевать(παίδων ἤδ΄ ἀλόχων Hom.)
3) ( о божестве) (воз)вещать4) давать оракул, прорицать(τινί Eur., Plut.)
См. также в других словарях:
νέκυσσιν — νέκυς corpse masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστεύω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.) 2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία 3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς … Dictionary of Greek
λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… … Dictionary of Greek