Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

νέας

  • 1 вывод

    α.
    1. έξοδος, αποχώρηση• απόσυρση•

    вывод войск из населенного пункта έξοδος των στρατευμάτων από τον κατοικημένο χώρο.

    2. απαλλαγή, βγάλσιμο (από δύσκολη κατάσταση), εξαγωγή (συμπεράσματος, πορίσματος μαθ. τύπου κ.τ.τ.).
    3. παραγωγή•

    вывод птвнчов εκκόλαψη νεοσσών•

    вывод новой породы скота παραγωγή νέας ράτσας ζώων•

    вывод нового сорта пшеницы παραγωγή νέας ποικιλίας σίτου.

    Большой русско-греческий словарь > вывод

  • 2 внедрение

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внедрение

  • 3 введение

    введение
    с
    1. ἡ ἐφαρμογή, ἡ ἐπιβολή:
    \введение нового законодательства ἡ είσαγωγή (или ἡ καθιέρωση, ἡ ἐφαρμογή) νέας νομοθεσίας;
    2. (вступительная часть) ἡ είσαγωγή, τό προοίμιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > введение

  • 4 водолаз

    водолаз
    м
    1. ὁ δύτης, ὁ βουτηχτής·
    2. (собака) ὁ σκύλος-δύτης τής Νέας Γής.

    Русско-новогреческий словарь > водолаз

  • 5 заря

    зар||я
    ж
    1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):
    на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·
    2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:
    на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·
    3. воен.:
    играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι.

    Русско-новогреческий словарь > заря

  • 6 новомодный

    новомодный
    прил τῆς νέας μόδας, τοῦ νέου συρμοῦ, τῆς τελευταίας μόδας.

    Русско-новогреческий словарь > новомодный

  • 7 новоселье

    новоселье
    с
    1. (новое жилище) ἡ νέα κατοικία, ἡ νέα ἐγκατάστασις, τό νεό-σπιτο·
    2. (празднество) τά ἐγκαίνια νέας κατοικίας:
    справлять \новоселье γιορτάζω τήν ἐγκατάσταση σέ νέα κατοικία

    Русско-новогреческий словарь > новоселье

  • 8 освоение

    освоение
    с ἡ ἀφομοίωση [-ις], ἡ κατάκτηση [-ις], ἡ κατάχτηση:
    \освоение новой техники ἡ κατάκτηση τής νέας τεχνικής· \освоение це-ли́нных и залежных земель ἡ ἀξιοποίηση τῶν ἀκαλλιέργητων καί χέρσων ἐκτάσεων \освоение космоса ἡ κατάκτηση τοῦ κοσμικού διαστήματος.

    Русско-новогреческий словарь > освоение

  • 9 формирование

    формирование
    с
    1. (действие) ὁ σχηματισμός, ἡ διαμόρφωση [-ις], ἡ διάπλαση[-ις], ἡ συγκρότηση:
    \формирование взглядов ἡ διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων \формирование полков ἡ συγκρότηση τῶν συνταγμάτων \формирование организма ἡ διάπλαση τοῦ ὀργανισμοΒ· \формирование нового кабинета ὁ σχηματισμός νέας κυβέρνησης·
    2. воен. (воинская часть) ὁ σχηματισμός.

    Русско-новогреческий словарь > формирование

  • 10 инженю

    ακλ. θ. παλ. ο ρόλος απλοϊκής και αθώας νέας, ινζενιού. || ηθοποιός τέτοιου ρόλου.

    Большой русско-греческий словарь > инженю

  • 11 новина

    θ.
    δημοτικό τραγούδι της σοβιετικής εποχής.
    θ.
    1. βλ. новь (2 σημ.).
    2. σιτάρι, ψωμί νέας σοδειάς.
    3. λινόπανο χονδροειδές.

    Большой русско-греческий словарь > новина

  • 12 новомодный

    επ.
    της νέας (τελευταίας) μόδας, του νέου σειρμού.

    Большой русско-греческий словарь > новомодный

  • 13 новоселье

    ουδ.
    1. μετοίκηση σε νέα μέρη, σε καινούριο σπίτι.
    2. εγκαίνια νέας κα-το ικίας.

    Большой русско-греческий словарь > новоселье

  • 14 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 15 новь

    θ.
    1. παρθένα γη•

    поднимать новь ξεχερσώνω.

    2. (διαλκ.) σιτάρι (ψωμί) νέας σοδειάς.

    Большой русско-греческий словарь > новь

  • 16 освоение

    ουδ.
    αφομοίωση• αξιοποίηση καλλιέργεια•

    освоение нового материала учениками η αφομοίωση της νέας διδακτικής ύλης από τους μαθητές•

    освоение новых методов производства αφομοίωση νέων μεθόδων παραγωγής.

    || κατάχτηση• καλλιέργεια•

    освоение техники η κατάχτηση της τεχνικής•

    освоение космоса κατάχτηση του Διαστήματος•

    освоение целинных и залежных земель η καλλιέργεια των παρθένων και χέρσων εδαφών.

    Большой русско-греческий словарь > освоение

  • 17 покрой

    α.
    κόψιμο•

    пальто модного -я πανωφόρι κοψίματος νέας μόδας.

    εκφρ.
    на один покрой ή одного -я – ένα κόψιμο, μια κοψιά (πανομοιάτητα, ταυτότητα)•
    - я какого – τι χαρακτήρα, χι ιδιοσυγκρασίας, τίνος τύπου.

    Большой русско-греческий словарь > покрой

  • 18 распространение

    ουδ.
    1. επέκταση• αύξηση•

    распространение власти επέκταση της εξουσίας•

    распространение действия закона επέκταση της ισχύος του νόμου..

    2. διάδοση, εξάπλωση•

    распространение новой теории διάδοση της νέας θεωρίας•

    распространение слуха διάδοση φήμης•

    распространение холода εξάπλωση του ψύχους•

    получить -διαδίδομαι, ξαπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распространение

  • 19 следование

    ουδ.
    ακολούθηση•

    следование новой моде ακολούθηση της νέας μόδας.

    || δρομολόγιο, διαδρομή•

    во время -я поезда κατά τη διαδρομή τουτρένου.

    || παρακολούθηση.

    Большой русско-греческий словарь > следование

  • 20 у...

    1.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.
    2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.
    3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.
    4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.
    5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).
    II.
    Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть.

    Большой русско-греческий словарь > у...

См. также в других словарях:

  • νεάς — νεάς, ἡ (Α) νέα, νεαρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. άς (πρβλ. λεπρ άς, πικρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • Νέας Ζηλανδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησσίας που εδρεύει στο Γουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Ιδρύθηκε το 1970 με την έκδοση του Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Ζίχνης, δήμος — Δήμος (2.421 κάτ.) του νομού Σερρών, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Χριστοφόρου, Αγριανής, Αναστασίας, Γαζώρου, Δήμητρας, Δραβήσκου, Θολού, Μαυρολόφου,… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Κούταλης, δήμος — Νέος δήμος (473 κάτ.) του νομού Λέσβου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγκαρυώνων, Καλλιθέας, Κοντιά, Λιβαδοχωρίου, Νέας Κούταλης, Πεδινού, Πορτιανού και Τσιμανδρίων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμαριά. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 17 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 40 κληρικοί. Στον τομέα της πνευματικής δράσης λειτουργούν 7 ενοριακά κέντρα νεότητας, τμήμα νεανικής και …   Dictionary of Greek

  • Νέας Σμύρνης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νέα Σμύρνη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 86 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι,… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Τίρυνθος, δήμος — Νέος δήμος (3.680 κάτ.) του νομού Αργολίδος που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Αδριανού, Νέας Τίρυνθος και Νέου Ροεινού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Τίρυνς …   Dictionary of Greek

  • νεᾶς — νεᾶ̱ς , νεάω plough up pres ind act 2nd sg (doric) νεᾶ̱ς , νεάζω to be young fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέας — Νέᾱς , Νέη fem acc pl Νέᾱς , Νέη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέας — ναῦς ship fem acc pl (epic ionic) νέᾱς , νέα fem acc pl νέᾱς , νέα fem gen sg (attic doric aeolic) νέᾱς , νέος young fem acc pl νέᾱς , νέος young fem gen sg (attic doric ionic aeolic) νέᾱς , νεάω plough up pres ind act 2nd sg (attic) νέᾱς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέας Αγχιάλου, δήμος — Δήμος (6. 409 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αϊδινίου και Μικροθηβών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νέα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»