-
1 мол
-
2 мол
(дамба) ο μόλος, ο μώλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мол
-
3 причал
1. (часть пристани, снабжённая причальными приспособлениями) η αποβάθρα, о προβλήτας, ο μώλος, το κρηπίδωμα, η προκυμαία 2. (привязывание, укрепление судна) το πλεύρισμα 3. (канат, которым причаливаются суда) о κάβος, το παλαμάρι, ο καλώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причал
-
4 мол
мол Iм (дамба) ὁ μῶλος.мол IIвводн. сл. разг δήθεν, τάχα-τες, τάχα:он, \мол, этого не знал αὐτός τάχα δεν τώξερε. -
5 пирс
пирсм мор. ἡ προκυμαία, ὁ μῶλος. -
6 dock
I 1. [dok] noun1) (a deepened part of a harbour etc where ships go for loading, unloading, repair etc: The ship was in dock for three weeks.) αποβάθρα,μώλος,δεξαμενή2) (the area surrounding this: He works down at the docks.) αποβάθρα3) (the box in a law court where the accused person sits or stands.) εδώλιο2. verb(to (cause to) enter a dock and tie up alongside a quay: The liner docked in Southampton this morning.) δένω- docker- dockyard II [dok] verb(to cut short or remove part from: The dog's tail had been docked; His wages were docked to pay for the broken window.) περικόπτω -
7 jetty
['‹eti]plural - jetties; noun(a small pier for use as a landing-place.) μώλος -
8 мол
1. -а, προθτ. о -е, на -у α. μώλος, λιμενοβραχίονας.2. (μόρ.ο) όπως λέγεται, όπως λένε, όπως είπε, -αν, όπως φημολογείται•она, мол, этого не знала αυτή, όπως λένε, δεν το ήξερε αυτό.
-
9 причал
-а α.1. προσόρμιση, ελλιμένιση,.άραγμα.2. είσπλους, κατάπλους• προσέγγιση.3. προκυμαία.• μώλος.4. παλαμάρια• αρματωσιά, άρμενα ξάρτια.
См. также в других словарях:
Μῶλος — toil and moil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶλος — toil and moil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Μώλος — Sp Mòlas Ap Μώλος/Molos L R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μῶλον — Μῶλος toil and moil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶλον — μῶλος toil and moil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώλου — Μῶλος toil and moil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώλους — Μῶλος toil and moil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώλῳ — Μῶλος toil and moil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Molos — Μώλος Location … Wikipedia
μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… … Dictionary of Greek