-
1 μυρτός
-
2 μύρτος
μύρτος, ὁ, der Myrthenbaum; λευκωϑεὶς κάρα μύρτοις, mit Marthen umkränzt, Pind. I. 3, 88; ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω heißt es in einem bekannten Skolion, worauf Ar. Lys. 632 anspielt.
-
3 μύρτος
μύρτος, ὁ, der Myrthenbaum; λευκωϑεὶς κάρα μύρτοις, mit Myrthen umkränzt -
4 μυρτός
-
5 μικρό-μυρτος
μικρό-μυρτος, mit kleinen Myrtenbeeren, Theophr.
-
6 ἱερό-μυρτος
ἱερό-μυρτος, ἡ, Pflanze, = ὀξυμυρσίνη, Diosc.
-
7 murtus
murtus (myrtus), ī u. ūs, f. (μύρτος; als masc., Cato r. r. 8, 2), I) die Myrte, der Myrtenbaum, Plin. 15, 122 sqq. Catull. 64, 89. Verg. georg. 2, 447; Aen. 3, 23. Val. Max. 1, 8, 2. Plin. ep. 5, 6, 4: myrti bacae, Cels. 4, 26 (19). p. 152, 15 D. Scrib. Larg. 193: myrti folia, Cels. 3, 19. p. 103, 16 D.: frondes myrti, Vulg. 2. Esdr. 8, 15: ein der Venus heiliger Baum, dah. myrti Paphiae, Verg. georg. 2, 64. Ov. art. am. 3, 181. – II) meton.: A) der Myrtenhain, Verg. Aen. 3, 23. – B) ein Speer aus Myrtenholz, Verg. Aen. 7, 817.
-
8 Myrtos
Myrtos, ī, f. (Μύρτος), eine kleine Insel bei Euböa, wovon Myrtōus, a, um (Μυρτῶος), myrtoīsch, mare M., ein Teil des Ägäischen Meeres zwischen Kreta, dem Peloponnes u. Euböa, j. Mare di Mandria, Hor. carm. 1, 1, 14. Plin. 4, 51: dass. M. pelagus, Mela 2, 3, 3; 2, 7, 10 (2. § 37 u. 2. § 110): u. M. aqua, Ov. Ib. 368.
-
9 μύρτον
μύρτον, τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des μύρτος; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Theil der weiblichen Schaam, sonst κλειτορίς, Ar. Lys. 1004, vgl. μυρτοχειλίδες.
-
10 μύῤῥινος
μύῤῥινος, von Myrthen, Sp. – Bei Theophr. auch = μύρτος; – τὸ μύῤῥινον = μύρτον 2), ψωλὸν γενέσϑαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυῤῥίνου, Ar. Equ. 959.
-
11 murtus
murtus (myrtus), ī u. ūs, f. (μύρτος; als masc., Cato r. r. 8, 2), I) die Myrte, der Myrtenbaum, Plin. 15, 122 sqq. Catull. 64, 89. Verg. georg. 2, 447; Aen. 3, 23. Val. Max. 1, 8, 2. Plin. ep. 5, 6, 4: myrti bacae, Cels. 4, 26 (19). p. 152, 15 D. Scrib. Larg. 193: myrti folia, Cels. 3, 19. p. 103, 16 D.: frondes myrti, Vulg. 2. Esdr. 8, 15: ein der Venus heiliger Baum, dah. myrti Paphiae, Verg. georg. 2, 64. Ov. art. am. 3, 181. – II) meton.: A) der Myrtenhain, Verg. Aen. 3, 23. – B) ein Speer aus Myrtenholz, Verg. Aen. 7, 817. -
12 Myrtos
Myrtos, ī, f. (Μύρτος), eine kleine Insel bei Euböa, wovon Myrtōus, a, um (Μυρτῶος), myrtoīsch, mare M., ein Teil des Ägäischen Meeres zwischen Kreta, dem Peloponnes u. Euböa, j. Mare di Mandria, Hor. carm. 1, 1, 14. Plin. 4, 51: dass. M. pelagus, Mela 2, 3, 3; 2, 7, 10 (2. § 37 u. 2. § 110): u. M. aqua, Ov. Ib. 368. -
13 ἱερόμυρτος
ἱερό-μυρτος, ἡ, Pflanze -
14 μικρόμυρτος
-
15 μύρτον
См. также в других словарях:
μύρτος — myrtle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
Νέος Μύρτος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… … Dictionary of Greek
μύρτοι — μύρτος myrtle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρτους — μύρτος myrtle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρτίδες — οι βοτ. οικογένεια δέντρων ή θάμνων τής τάξης μυρτώδη, με απλά φύλλα που φέρουν συνήθως αρωματικούς αδένες, τα άνθη τους είναι ερμαφρόδιτα και ο καρπός ξυλώδης ή σαρκώδης, στην οποία ανήκουν τα γένη ευκάλυπτος, λεπτόσπερμο, μύρτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μύρτω — μύρτον myrtle berry neut nom/voc/acc dual μύρτον myrtle berry neut gen sg (doric aeolic) μύρτος myrtle fem nom/voc/acc dual μύρτος myrtle fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mersin — This article is about the city. For the province, see Mersin Province. Mersin City … Wikipedia