-
1 μήλωσις
(-εως) η мед. зондирование
См. также в других словарях:
μήλωσις — probing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλώσει — μήλωσις probing fem nom/voc/acc dual (attic epic) μηλώσεϊ , μήλωσις probing fem dat sg (epic) μήλωσις probing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλώσιας — μήλωσις probing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλώσιος — μήλωσις probing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μηλώσιος guardian of sheep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλωσιν — μήλωσις probing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλωση — η (Α μήλωσις) [μηλώ] εξέταση τραύματος με τη μήλη νεοελλ. φρ. «μήλωση τής μήτρας» η εξέταση τού βάθους τής μήτρας με ειδική βαθμονομημένη μήλη αρχ. η χρήση τής μήλης … Dictionary of Greek
μηλώσεως — μηλώσεω̆ς , μήλωσις probing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)