-
1 ἀμμνάσω
-
2 ἀνα-μάχομαι
ἀνα-μάχομαι (s. μάχομαι), von neuem kämpfen, den Kampf wieder beginnen, Her. 5, 121. 8, 109; mit dem Nebenbegriff: durch eine zweite Schlacht die frühere Niederlage ausgleichen, Xen. Cyr. 3, 1, 20; dah. Pol. 1, 55 τὴν περιπέτειαν hinzusetzt; τὸ ἐλάττωμα D. Sic. 14, 23; τὰ πρότερα σφάλματα D. Hal. 2, 55; κακοδοξίαν Plut. Dion. 18; übh. ersetzen, ἡ φύσις τῷ πλήϑει τὴν φϑορὰν ἀναμ. Arist. Gen. anim. 3, 4, sie ersetzt den Verlust (indem sie dagegen ankämpft); bei Plat. λόγον, von neuem bekämpfen, Phaed. 89 c; Hipp. mai. 286 d.
-
3 ἀμ-μέσον
См. также в других словарях:
Ανάμ — (Annam). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (150.200 τ. χλμ.) της χερσονήσου της Ινδοκίνας, στο σημερινό κεντρικό Βιετνάμ, ανάμεσα στις περιοχές Τονκίν στα Β και Κοχίνκίνας στα Ν· η περιοχή εκτεινόταν περίπου σε 1.290 χλμ. κατά μήκος της ακτογραμμής της … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Κοχινκίνα — (Cochinchina). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (68.600 τ. χλμ.) του νότιου Βιετνάμ, άλλοτε τμήμα της αποικίας της Γαλλικής Ινδοκίνας. Ορίζεται στα Δ από τον κόλπο της Ταϊλάνδης, Ν και ΝΑ από τη Νότια Κινεζική θάλασσα, ΒΑ από το Ανάμ και ΒΔ από την… … Dictionary of Greek
Ινδοκίνα — (Indochina). Η ανατολικότερη από τις τρεις μεγάλες χερσονήσους της νότιας Ασίας. Περιλαμβάνεται μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας (γι’ αυτό έλαβε και την ονομασία Ι.). Στα ΒΔ ορίζεται από την αλυσίδα Αρακάν και στα Β από το υψίπεδο του Γιουνάν.… … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… … Dictionary of Greek
προσαναμ(ε)ίγνυμι — Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» … Dictionary of Greek
Ουέ — Πόλη (209 043 κάτ.) του Βιετνάμ. Προφέρεται και Χουέ. Είναι χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου ποταμού και σε μικρή απόσταση από τη Νότια θάλασσα της Κίνας. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την υφαντουργία και τη μεταξουργία. Στην πόλη αυτή,… … Dictionary of Greek
Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… … Dictionary of Greek
Τονκίνο — (Τονκίνγκ ή Τονγκκίνγκ στην αναμιτική). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Ινδοκίνας, που περιλαμβάνεται ολόκληρη στη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ, του οποίου αποτελεί το βόρειο τμήμα. Έχει έκταση 115.000 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 20.000.000… … Dictionary of Greek