-
1 σκέλλω
Aσκήλειε Il.
(v. infr.),ἔσκειλα Zonar.
:— [voice] Pass., v. infr. 11:—dry up, parch,μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191
; cf. ἐνσκέλλω.II [voice] Pass. σκέλλομαι (): [tense] fut.σκελοῦμαι Hsch.
: intr. [tense] pf. [voice] Act. ἔσκληκα in [tense] pres. signf. (in compds. also with intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. σκλῆναι, cf. ἀποσκλῆναι):— to be parched, lean, dry, ἐσκληκότα καπνῷ smoke- dried, Choeril.4, cf. Nic.Th. 718;χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201
; [dialect] Ep. part. nom. pl. ἐσκληῶτες ib.53.
См. также в других словарях:
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek