-
41 δικαιότεραι
δίκαιοςobservant of custom: fem nom /voc comp plδίκαιοςobservant of custom: fem nom /voc comp pl -
42 δικαιότεροι
δίκαιοςobservant of custom: masc nom /voc comp plδίκαιοςobservant of custom: masc nom /voc comp pl -
43 δικαιότερος
δίκαιοςobservant of custom: masc nom comp sgδίκαιοςobservant of custom: masc nom comp sg -
44 δικαίοιν
δίκαιοςobservant of custom: masc /neut gen /dat dualδίκαιοςobservant of custom: masc /fem /neut gen /dat dual -
45 δικαίοις
δίκαιοςobservant of custom: masc /neut dat plδίκαιοςobservant of custom: masc /fem /neut dat pl -
46 δικαίοισι
δίκαιοςobservant of custom: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)δίκαιοςobservant of custom: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
47 δικαίοισιν
δίκαιοςobservant of custom: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)δίκαιοςobservant of custom: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
48 δικαίου
δίκαιοςobservant of custom: masc /neut gen sgδίκαιοςobservant of custom: masc /fem /neut gen sgδικαιόωset right: pres imperat act 2nd sgδικαιόωset right: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
49 δικαίους
δίκαιοςobservant of custom: masc acc plδίκαιοςobservant of custom: masc /fem acc plδικαιόωset right: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
50 δίκαια
δίκαιοςobservant of custom: neut nom /voc /acc plδίκαιοςobservant of custom: neut nom /voc /acc pl -
51 δίκαιε
δίκαιοςobservant of custom: masc voc sgδίκαιοςobservant of custom: masc /fem voc sg -
52 δίκαιοι
δίκαιοςobservant of custom: masc nom /voc plδίκαιοςobservant of custom: masc /fem nom /voc pl -
53 Δικαίοιν
Δίκαιοςobservant of custom: masc gen /dat dual -
54 Δικαίοις
Δίκαιοςobservant of custom: masc dat pl -
55 Δικαίοισι
Δίκαιοςobservant of custom: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
56 Δικαίοισιν
Δίκαιοςobservant of custom: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
57 Δικαίου
Δίκαιοςobservant of custom: masc gen sg -
58 Δικαίους
Δίκαιοςobservant of custom: masc acc pl -
59 Δικαίων
Δίκαιοςobservant of custom: masc gen pl -
60 Δικαίως
Δίκαιοςobservant of custom: masc acc pl (doric)
См. также в других словарях:
δίκαιος, -α — και η, ο επίρρ. α και δικαίως αυτός που κρίνει με δίκαια κριτήρια, νόμιμα, αμερόληπτα: Του έτυχε δίκαιος εξεταστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκαιος — observant of custom masc nom sg δίκαιος observant of custom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαιος — observant of custom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το … Dictionary of Greek
Δικαίος, Γρηγόριος — Βλ. λ. Παπαφλέσσας Δικαίος, Γρηγόριος … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek
δικαιότερον — δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc comp sg δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτάτων — δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτέραις — δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτέρων — δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)