-
1 μένε
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μένε
-
2 μενεδηιος
-
3 μενεπτολεμος
-
4 μενεφυλοπις
-
5 μενεχαρμης
-
6 σπευδω
(fut. σπεύσω, aor. ἔσπευσα - эп. σπεῦσα; эп. 1 л. pl. conjct. σπεὐσομεν = σπεύσωμεν; pf. pass. ἔσπευσμαι; adj. verb. σπευστός и σπευστέον) редко med.1) поспешно делать, ускорять, налегать, торопить(γάμον Hom., Her.)
σ. τινὰ ἐν τάχει μολεῖν Soph. — заставлять кого-л. поскорее прийти;σ. ὁδόν Eur. — торопиться с путешествием;κλίμακας σ. Eur. — спешно приставлять лестницы;μέ σπεῦδ΄ ἃ μέ δεῖ, μήδ΄ ἃ δεῖ σ. μένε Men. — не ускоряй, чего не нужно, но не задерживай того, что нужно ускорить;Δημοκρίτου σπεύσαντος Her. — по настоянию Демокрита;ὡς σὺ σπεύδεις Plut. — как ты настаиваешь;ἐσπευσμέναι χρεῖαι Luc. — настоятельные потребности2) усиленно добиваться, заботиться, хлопотатьεὐψυχίαν ἔσπευσας ἀντ΄ εὐβουλίας Eur. — ты подчинился голосу отваги, но не благоразумия;ξυνὸν τοῦτο πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται Her. — этим достигается общее для всех благо;σ. ἑαυτῷ ἐναντία Plat. — противоречить самому себе;ἀπόλεμον πόλεμον σ. τινί Eur. — жестоко воевать с кем-л.3) торопиться, спешить(ὅττι τάχιστα Hom.)
σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα Hom. — я поспешу к Ахиллу;ἔσπευδε πεζῇ Xen. — он быстро пошел пешком;σ. ἀπὸ ῥυτῆρος Soph. — скакать во весь опор;λόγους τοιούσδε ἔχουσ΄ ἔσπευδον Soph. — я поспешила сообщить эту новость;εἰς ἀρθμὸν ἐμοὴ καὴ φιλότητα σπεύδων σπεύδοντι ἥξει Aesch. — он поспешит мне навстречу, как и я ему, союзником и другом;σπεύδων ἐβοήθει Xen. — он поспешил на помощь4) усердно трудиться, усердствовать, стараться(τὸν εὗρ΄ ἱδρώοντα, σπεύδοντα Hom.)
σ. περὴ Πατρόκλοιο θανόντος Hom. — ожесточенно бороться за труп Патрокла
См. также в других словарях:
μένε — μένω stay pres imperat act 2nd sg μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένε' — μένεα , μένος might neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μένει , μένος might neut nom/voc/acc dual (attic epic) μένεϊ , μένος might neut dat sg (epic ionic) μένει , μένος might neut dat sg μένεε , μένος might neut nom/voc/acc dual (epic ionic) μένει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέν' — μένε , μένω stay pres imperat act 2nd sg μένε , μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένεν — μένε̄ν , μένω stay pres inf act (epic doric) μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένες — μένε̄ς , μένω stay pres ind act 2nd sg (doric) μένω stay imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… … Dictionary of Greek
Λακορντέρ, Ζαν-Μπατίστ Ανρί — (Jean Baptiste Henri Lacordaire, Ρεσέ σιρ Ουρς 1802 – Σορέζ 1861). Γάλλος ιεροκήρυκας και δημοσιολόγος. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της καθολικής αντίδρασης εναντίον του βολτερικού σκεπτικισμού και του ιδεαλιστικού σοσιαλισμού… … Dictionary of Greek
συνιστάμεν' — συνιστάμενα , συνίστημι BJ Prooem. pres part mp neut nom/voc/acc pl συνιστάμενε , συνίστημι BJ Prooem. pres part mp masc voc sg συνιστάμεναι , συνίστημι BJ Prooem. pres part mp fem nom/voc pl συνιστάμεναι , συνίστημι BJ Prooem. pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACRADINA vel ACHRADINA — ACRADINA, vel ACHRADINA arx Syracusanorum, quam Marcellus Roman. Imperat. cepir. Plut. in Marcello.Ε῎μὲνε δὲ κροτερώτατον, καὶκάλλιςτοῃ, καὶ μέγιςτον Ἁ᾿χροδινὴ καλεῖαἰ Cicer. Verrinâ 4. Altera autem est urbs Syracusensis, cui nomen Acradina est,… … Hofmann J. Lexicon universale