-
1 μάσσω
μάσσω, att. μάττω, perf. μέμαχα, Ar. Equ. 55, μέμαγμαι, ib. 57, 1) betasten, berühren (s. ΜΑΩ); so ἐμάξατο, Agath. 9 (V, 296), vgl. die compp. Bes. mit den Händen drücken, quetschen, kneten, den Teig, Her. 1, 200; Ar. a. a. O., der auch γογγύλη μεμαγμένη, Pax 28, u. übertr. kom. ἐπινοίας sagt, Equ. 537; μᾶζα μεμαγμένη, Archil. 56; σῖτον μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἄλευρα τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες, Plat. Rep. II, 372 b; Xen. Oec. 10, 11 u. Folgde. Bei Ar. auch im med., μάττεσϑαι τὰ ἄλφιτα, Nubb. 778; – βίος μεμαγμένος, sprichw. = ἀληλεσμένος, Zenob. 1, 21 Diogen. 1, 17. – Damit hangen μᾶζα, μάγειρος, μάκτρα u. ähnl. zusammen. – 2) streichen, wischen, sowohl abwischen als beschmieren, bestreichen, VLL. Gebräuchlicher in den compp. Davon kommt μαγεύς, μαγδαλιά u. ä.
См. также в других словарях:
μέμαγμαι — μάσσω knead perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
σταιτινοκογχομαγής — ές, Α ζυμωμένος από χυλό αλευριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίτινος + κόγχος «πηχτός ζωμός» + μαγής (< θ. μαγ τού μάσσω «ζυμώνω», πρβλ. μέμαγμαι, μάγμα)] … Dictionary of Greek