-
1 μάχαιρ'
μάχαιρα, μάχαιραlarge knife: fem nom /voc sgμάχαιραι, μάχαιραlarge knife: fem nom /voc pl -
2 μάχαιρα
A large knife or dirk, Il.11.844, 18.597, 19.252;μ. ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο 3.271
; carving-knife, Pi.O. 1.49, Hdt.2.61, Ar.Eq. 489, Pl.R. 353a, etc.;κοπίδες μ. E.Cyc. 242
; sacrificial knife, Ar. Pax 948, Pl.Com.91, Michel832.52 (Samos, iv B. C.):—ἡ Δελφικὴ μ. a knife adapted to various purposes, Arist. Pol. 1252b2, cf. Hsch. s.v. Δελφικὴ μ.; prov., of greedy persons, because Delphian sacrificers claimed a share for the knife, App.Prov. 1.94.2 as a weapon, short sword, dagger, Pi.N.4.59, Hdt.6.75, 7.225, Lys.13.87, etc.; an assassin's weapon, Antipho 5.69; used by jugglers, Pl.Euthd. 294e (pl.), etc.; later, sabre, opp. the straight sword ([etym.] ξίφος), X.Eq.12.11, cf. HG3.3.7, Cyr.1.2.13, Ev.Matt.26.52, etc.; οἱ ἐπὶ τῆς μ., of a bodyguard, Arr.Epict.1.30.7; but, ἐπὶ μ. τασσόμενοι possessing power of life and death (jus gladii), Cat.Cod. Astr.8(4).173; μ. ἱππική cavalry sabre, IG11(2).161 B99 (Delos, iii B. C.).3 μ. κουρίδες, shears or scissors, Cratin.37; κεκαρμένος μοιχὸν μιᾶ μ., i.e. with one blade, Ar.Ach. 849, cf. Poll.2.32 (where διπλῇ is f.l.), Hsch. s.v. μιᾷ μαχαίρᾳ; μ. κουρικαί Plu. Dio9.4 metaph.,διὰ μαχαιρῶν καὶ πυρός Zen.3.19
, cf. Posidipp.1.10;μ. τοῦ πνεύματος Ep.Eph.6.17
, cf. LXX Is.49.2.II name of a precious stone, Arist.Mir. 847a5, Ps.-Plu.Fluv.10.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάχαιρα
-
3 μαχαιρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρίδιον
-
4 μαχαίριον
A surgeon's or barber's knife, Hp.Medic.6,7, Arist. GA 789b13, Metaph. 1061a4, Com.Adesp.327, Plu.Brut.13, Ruf.Ren. Ves.12.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαίριον
-
5 μαχαιρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρίς
-
6 μαχαιρουργός
μᾰχαιρ-ουργός, όν,A = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρουργός
-
7 μαχαιρώνιον
A v. μαχαιρίων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρώνιον
-
8 μαχαιρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρωτός
-
9 μαχαιρᾶς
A cutler, POxy.1676.6 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρᾶς
-
10 μάχαιρα
Grammatical information: f.Meaning: `big knife, butchery knife' (Il.); posthom. also `short sword, dagger'.Compounds: Compp., e.g. μαχαιρο-φόρος `sword-bearing', m. `sword-bearer' (IA), ἀ-μάχαιρος `without knife' (Pherecr.).Derivatives: Diminut. μαχαίρ-ιον (Hp., X., Arist.), - ίς f. (Com., Str.), - ίδιον (Ph., Luc.); further μαχαιρᾶς m. `swordbearer' (pap., inscr.; Schwyzer 461), μαχαιρωτός `equipped with shword' (Gal., Paul. Aeg.; Chantraine Form. 305); μαχαιρίων, - ίωνος m. plantname = ξιφίον (Dsc. 4, 20, v. l. - ώνιον; after the form of the leaves, Strömberg Pflanzenn. 44), also as PN (Paus.); Μαχαιρεύς m. PN (Str., sch. Pi., Boßhardt 120).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like γέραιρα, χίμαιρα, πίειρα a. o. ι̯α-deriv. of an r-stem, which might interchange with an n-stm ( πίων) (Schwyzer 475, Chantraine Form. 234). Of old connected with μάχομαι, which Chantr. finds implausible; s. v. Semitic etymolog with all reserve by Lewy Fremdw. 177 (to Hebr. m ekērā `sword'; this rather from Greek after Gordon Antiquity 30,22ff.); cf. Kretschmer Glotta 19, 160. Lat. LW [loanword] machaera. - Cf. also μάγειρος. No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,186-187Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχαιρα
См. также в других словарях:
μάχαιρ' — μάχαιρα , μάχαιρα large knife fem nom/voc sg μάχαιραι , μάχαιρα large knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ … Dictionary of Greek
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek
εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… … Dictionary of Greek
θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
καλογηρίδιον — καλογηρίδιον, τὸ (Μ) καλογεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγηρ ος + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον] … Dictionary of Greek
κανήτιον — κανήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάνεον)* κανίσκι, καλάθι, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, μαχαίρ ιον)] … Dictionary of Greek
κανόνιον — κανόνιον, τὸ (AM) μσν. διάγραμμα για τον καθορισμό τού Πάσχα αρχ. 1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών 2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων 3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη τού πλοίου 4. μαθηματικό διάγραμμα … Dictionary of Greek
καρκίνιον — καρκίνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρκίνος*) 1. μικρός κάβουρας 2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα 3. ιατρ. κακοήθης όγκος 4. στον πληθ. τὰ καρκίνια είδος εμβάδων, παντόφλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μαχαίρ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
καρκινίδιον — καρκινίδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καρκίνος*) μικρός κάβουρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδıoν, σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek