-
1 μάτος
μάτοςsearch: neut nom /voc /acc sg -
2 μάτος
-
3 μάτει
μάτοςsearch: neut nom /voc /acc dual (attic epic)μάτεϊ, μάτοςsearch: neut dat sg (epic ionic)μάτοςsearch: neut dat sgματάωto be idle: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)ματάωto be idle: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)ματέωpres imperat act 2nd sg (attic epic)ματέωimperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 μάτιος
μάτοςsearch: neut gen sg (doric) -
5 μάτη
μάτηfolly: fem nom /voc sg (attic epic ionic)μάτοςsearch: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)μάτοςsearch: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ματάωto be idle: pres imperat act 2nd sg (doric)ματάωto be idle: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ματάωto be idle: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ματέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic) -
6 πώματος
πώ̱ματος, πῶμα 1lid: neut gen sgπώ̱ματος, πῶμα 2drink: neut gen sg -
7 άματος
-
8 ἄματος
-
9 ήματος
-
10 αίματος
-
11 αἵματος
-
12 αιτιάματος
-
13 αἰτιάματος
-
14 ακροάματος
-
15 ἀκροάματος
-
16 ακύματος
-
17 ἀκύματος
-
18 αρτύματος
-
19 ἀρτύματος
-
20 βλήματος
βλή̱ματος, βλῆμαthrow: neut gen sg
См. также в других словарях:
μάτος — μάτος, ό, ἡ (Α) ζήτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ματεύω*] … Dictionary of Greek
μάτος — search neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτει — μάτος search neut nom/voc/acc dual (attic epic) μάτεϊ , μάτος search neut dat sg (epic ionic) μάτος search neut dat sg ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ματάω to be idle imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ματέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροστήριγμα — ( ματος), το 1. το άκρο στο οποίο στηρίζεται κάποιος 2. το άκρο τού στηρίγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + στήριγμα] … Dictionary of Greek
αορτεύρυσμα — ( ματος), το ανεύρυσμα* της αορτής … Dictionary of Greek
μάτιος — μάτος search neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάματος — η, ο (για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»). επίρρ... κατάματα μέσα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] … Dictionary of Greek
κοντόματος — η, ο μύωπας, κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] … Dictionary of Greek
λυπόματος — λυπόματος, ον (Μ) αυτός που έχει θλιμμένα, λυπημένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυχό ματος, πονό ματος] … Dictionary of Greek
αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek