-
1 μυωψ
I- ωπος ὅ1) овод, слепень(ὀξύστομος Aesch.)
2) бодец, стрекало, шпора3) возбуждающая сила (sc. τῶν ὀμμάτων Luc.)4) миоп ( неизвестное нам растение) Plut.II -
2 μυωπος
-
3 αιμοβορος
-
4 ακροσιδηρος
-
5 βοηλατης
- ου ὅ2) получающий в награду быка(διθύραμβος Pind.)
3) мучитель рогатого скота(μύωψ Aesch.)
4) крадущий быков(Ἑρμῆς Anth.)
-
6 διωξιππος
-
7 ιππαστηρ
-
8 οξυστομος
-
9 πρεσβυτης
I1) древний(Κρόνος Aesch.)
2) старый(λέων Arst.)
II- ου ὅ1) старик, старец2) страдающий пресбиопией ( возрастной дальнозоркостью)(ὅ μύωψ καὴ ὅ π. Arst.)
См. также в других словарях:
μύωψ — closing masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο … Dictionary of Greek
μυώπων — μύωψ closing masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωπα — μύωψ closing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωπας — μύωψ closing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωπες — μύωψ closing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωπι — μύωψ closing masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωπος — μύωψ closing masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωψι — μύωψ closing masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωψιν — μύωψ closing masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek