-
1 μυχ-άλμη
μυχ-άλμη, ἡ, nach Phot. βάϑος ϑαλάσσης.
-
2 μυχ-ώδης
μυχ-ώδης, ες, winkelartig, verborgene Winkel od. Räume habend, Eur. Ion 494, nach Conj.
-
3 μύχ-ουρος
-
4 μύχουρος
-
5 μυχώδης
μυχ-ώδης, ες, winkelartig, verborgene Winkel od. Räume habend
См. также в других словарях:
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
κλύδιος — κλύδιος, ία, ιον (Α) 1. κυματώδης, ταραχώδης 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τo κλύδιον το πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδ ων + κατάλ. ιος, πρβλ. δόλ ιος, μύχ ιος] … Dictionary of Greek
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek
μύσχον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον και γυναικεῑον μόριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < *μύχ σκον (πρβλ. μυχός). Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με μόσχος* (ΙΙ) «είδος ζώου»] … Dictionary of Greek