-
1 επιχεω
(fut. ἐπιχεύσω, aor. 1 ἐπέχεα; эп. aor. 1 ἐπέχευα, inf. aor. ἐπιχεῦαι) тж. med.1) наливать(χερσὴν ὕδωρ Hom.; ὕδωρ ψυχρὸν ἐπί τι Arst.; ἄκρατον Plut.)
ἐ. τινος Anth. и ἐπιχεῖσθαι ἄκρατόν τινος Theocr. — наливать (себе) вина в честь кого-л., пить за чьё-л. здоровье2) вливать, доливать, добавлять(οἴνῳ ὕδωρ Xen., Arst.)
3) заливать4) испускать, издавать(θρῆνον πολύφαμον Pind.)
ἐ. τῶν βλασφημιῶν Luc. — осыпать ругательствами5) насылать, наводить(ἀνέμων ἀϋτμένα, ὕπνον τινί Hom. - in tmesi)
ὅ νῦν ἡμῖν ἐπικεχυμένος λόγος Plat. — рассуждение, которым мы теперь заняты;τοσούτων πραγμάτων ἐπικεχυμένων Polyb. — ввиду такого наплыва дел6) сыпать, бросать во множестве(δούρατα Hom. - in tmesi)
7) med. насыпать, наваливать, нагромождать(χυτέν γαῖαν, πολλέν ὕλην, σῆμα Hom. - in tmesi)
8) med.-pass. разливаться, расплываться, растекаться(ἰλὺς ἐπιχυθεῖσα Xen.)
; перен. разбегаться, рассыпаться, рассеиваться(νῆας ἀνὰ γλαφυράς Hom.; πλῆθος ἐπιχυθέν Plut.)
τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντες μύες Her. — напавшее на противников множество мышей -
2 θωρακικός
η, ό[ν] анат. грудной;θωρακικοί μύες — грудное мышцы
См. также в других словарях:
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
Μύες — Μῦς mouse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύες — μύε̄ς , μύω close pres ind act 2nd sg (doric) μύω close imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) μῦς mouse masc nom/voc pl μῦς mouse masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούσιοι ή λείοι μύες — Κατηγορία μυών που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
προσαγωγός — ό / προσαγωγός, όν, ΝΑ [προσάγω] νεοελλ. 1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες» [ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα τού σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες τού… … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek