-
1 molekül
μόριο -
2 molécule
μόριο -
3 particule
μόριο -
4 částečka
μόριο -
5 částice
μόριο -
6 cząsteczka
μόριο -
7 cząstka
μόριο -
8 drobina
μόριο -
9 partykuła
μόριο -
10 вона
μόριο,1. βλ. вон 2 (2 σημ.)2. (μόριο θαυμ.) πωπώ! -
11 -то
μόριο1. (χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)• ακριβώς•этого-то и хотел αυτό ακριβώς και ήθελα.
2. (αόριστο μόριο που μπαίνει μετά από τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)•кто-то κάποιος•
что-то κάτι (τι)•
когда-то κάποτε•
где-то κάπου.
3. (σημαίνει κάτι αόριστο, που αντικατασταίνει το συγκεκριμένο)•когда? -то когда-то πότε; -то κάποτε•
какой? -то какой-то ποιος; -то κάποιος• (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες).
-
12 то-то
μόριο1. αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία• το ουσιώδες• ακριβώς. || επιτακτικό μόριο• πρόσεξε, κοίταξε, έχε το νου σου•то-то помни βάλ το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις).
2. (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)• ναι, μάλιστα (ως απάντηση).3. να γιατί• γι αυτό.4. (εκφράζει κάτι το ανώτερο)• να τι• να ποιο.εκφρ.(вот) то-то и оно; (вот) то-то и есть – (να) αυτό είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά. -
13 авось
(μόριο)•ίσως, μπορεί, μήπως (και), авось отыграюсь ίσως κερδίσω τα χαμένα•надеяться на авось ελπίζω στο μήπως (στην τύχη).
-
14 аж
(μόριο)βλ. даже.σύνδ. ώστε, έτσι που. -
15 бишь
μόριο (χρησιμοποιείται να θυμηθούμε κάτι που ξεχάσαμε) πες το, στο νου μου μούρ-χεται•как бишь его зовут? πες το...πως τον λένε;
εκφρ.то бишь – παλ. ω, όχι (για αναίρεση προηγουμένου). -
16 вишь
(μόριο από το «видишь»)να, (ι)δές, κοίτα•вишь что он выдумал δες τι σκέφτηκε(επινόησε) αυτός•
вишь ты какой να τι σου είναι, νάτος μας, κοίταξε τον τι είναι.
-
17 вот
(μόριο)1. δεικτ. να, ιδού, ιδές, δες (για πλησίον αντικείμενα)•вот наш дом να το σπίτι μας•
вот это να αυτό, αυτό δα•
вот он идет να τος έρχεται•
дайте мне вот это δόστε μου να αυτό•
вот и я νάμαι (κι εγώ).
2. (για συμπέρασμα) να• вот (и;) να (και)•вот и все αυτό ηταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω.
3. (Με αναφώνηση)• να, (ι)δές•вот вздор! να ανοησία!•
и (για απρόοπτο, δυσάρεστο)•
вот как! να πως!•
вот что! να τι!•
вот и отлично! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες).
εκφρ.вот еще! – ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακόμα! (για ασυμφωνία)•вот так... – να έτσι.... (περιφρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)•вот я тебя, его, их – κ.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς...• вот тебе να πάρ’ τηνε, άρπαχ’την (δαρμός). -
18 впрямь
μόριο (συνήθως έχοντας μπροστά το συνδ. и)• πραγματικά, αλήθεια. -
19 даже
(μόριο, επιτακτικό) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επί πλέον•он потерял все свое состояние и даже жизнь αυτός έχασε όλη την περιουοία του, ακόμα και τη ζωή του•
он любит даже своих врагов αυτός αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.
-
20 де
(μόριο) απλ. σημαίνει ότι τα λόγια που προφέρει ο ομίλων δεν είναι δικά του, αλλά άλλου• λέει, λένε•он-де не может прийти λένε, ότι αυτός• δε μπορεί να έρθει.
См. также в других словарях:
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
μόριο — το 1. (χημ.), το ελάχιστο σωματίδιο της ύλης που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση, το οποίο δεν μπορεί να διαιρεθεί περισσότερο παρά μόνο με χημικά μέσα. 2. (γραμμ.), μονοσύλλαβες λέξεις που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας με διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάου — (μόριο) αποδίδει το αλύχτημα του σκύλου, γαβ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
όχι — (μόριο) δηλώνει: α) άρνηση («όχι, δεν παίζω») β) απαγόρευση («όχι, μην πας εκεί») γ. (σε ποιητ. χρήση) όσο και αν, παρ ότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οὐχί. Το ο έχει προέλθει από συναίρεση τής φρ. ἐγώ οὐχί] … Dictionary of Greek
ωσάν — μόριο, σαν, σαν να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek