-
41 кадровый
[κάντραβυϊ] επ μόνιμος -
42 оседлый
[ασιέντλυϊ] επ μόνιμος -
43 безвыездный
επ.μόνιμος, χωρίς έξοδο από το σπίτι•-ое житье σπιτική κλεισμένη ζωή.
-
44 безотлучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαχώριστος, μόνιμος, σταθερός•безотлучный сторож φύλακας κέρβερος.
-
45 внештатный
επ.έκτακτος, προσωρινός, όχι μόνιμος•внештатный сотрудник έκτακτος συνεργάτης.
-
46 всегдашний
επ.παντοτινός, μόνιμος, σταθερός, διαρκής• αιώνιος. -
47 кадровый
επ.του στελέχους•кадровый рабочий εργατικό στέλεχος.
|| μόνιμος. -
48 кровный
επ.1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•-ые родственники συγγενείς όμαιμοι•
брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•
-ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•
-ые связи δεσμοί αίματος.
2. ζωτικός, βασικός•кровный интерес ζωτικό συμφέρο.
3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•-ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.
4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•кровный грек γνήσιος Ελληνας.
5. με μόχθο•-ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.
εκφρ.враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•- ая вражда – θανάσιμη έχθρα•- ая месть – βεντέτα•- ая обида – μεγάλη προσβολή. -
49 лесовик
-а α.μόνιμος κάτοικος δάσους.(διαλκ.) ξωτικό του δάσους. -
50 летучий
-ая, -ееεπ., βρ: -туч, -а, -е.1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).4. πτητικός•-ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.
εκφρ.- ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•- ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•- ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι). -
51 неизбежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαναπόφευκτος, άφευκτος• αναπότρεπτος•это -о αυτό είναι αναπόφευκτο•
-ая смерть αναπόφευκτος θάνατος.
|| απαραίτητος, μόνιμος. -
52 неизменный
επ., βρ: -мнен, -мнна, -мнно1. αμετάβλητος, αμετάλλακτος αναλλο ίωτος• μόνιμος, σταθερός.2. συνηθισμένος, παντοτινός.3. πιστός, αφοσιωμένος. -
53 несменяемый
επ., βρ: -няем, -а, -оαμετακίνητος, αμετάθετος. || αναντικατάστατος, ανάλλακτος• μόνιμος. -
54 обыватель
-я α.-ница, -ы θ. παλ.1. κάτοικος μόνιμος.2. άνθρωπος περιοριορισμένων αντιλήψεων, κοινωνικού ορίζοντα μικροαστός, μικροσυμφεροντολάγος. -
55 подписчик
-а α.-ца, -ы θ.συνδρομητής (εντύπου)•постоянный подписчик μόνιμος συνδρομητής.
-
56 пребыть
ρ.σ. παλ. παραμένω αμετάβλητος, σταθερός, μόνιμος. -
57 присяжный
επ.1. παλ. ορκισμένος.2. μόνιμος, παντοτινός.3. ουσ. ο ένορκος (μέλος ορκωτού δικαστηρίου). || εκφρ. присяжный заседатель βλ. 3 σημ. присяжный поверенный συνήγορος•суд -ых – δικαστήριο ενόρκων. -
58 прочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. στερεός, γερός• ανθεκτικός•прочный материал γερό ύφασμα•
прочный мост στέρεο γεφύρι.
2. μτφ. σταθερός, μόνιμος, πάγιος•прочный мир σταθερή ειρήνη.
-
59 соревнователь
-я α.:член соревнователь υποψήφιος για μόνιμος καθηγητής (μερικών ιδρυμάτων). -
60 спорадический
επ.σποραδικός (μη μόνιμος).
См. также в других словарях:
μόνιμος — staying in one s place masc nom sg μόνιμος staying in one s place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μόνιμος — staying in one s place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνιμος — η, ο (ΑΜ μόνιμος, η, ον) 1. αυτός που παραμένει στον ίδιο τόπο, σταθερός 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει αμετάβλητος, διαρκής νεοελλ. (για δημόσιο υπάλληλο) αυτός που ἔχει μονιμότητα, σε αντιδιαστολή προς τον ἔκτακτο ή τον… … Dictionary of Greek
μόνιμος — η, ο αυτός που μένει πάντοτε ή για πολύ καιρό στην ίδια κατάσταση, όχι προσωρινός, σταθερός: Ποια είναι η διεύθυνση της μόνιμης κατοικίας σας; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονιμώτερον — μόνιμος staying in one s place adverbial comp μόνιμος staying in one s place masc acc comp sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc comp sg μόνιμος staying in one s place masc acc comp sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμωτάτων — μόνιμος staying in one s place fem gen superl pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen superl pl μόνιμος staying in one s place fem gen superl pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμωτέρων — μόνιμος staying in one s place fem gen comp pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen comp pl μόνιμος staying in one s place fem gen comp pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμώτατα — μόνιμος staying in one s place adverbial superl μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl pl μόνιμος staying in one s place adverbial superl μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμώτατον — μόνιμος staying in one s place masc acc superl sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl sg μόνιμος staying in one s place masc acc superl sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίμως — μόνιμος staying in one s place adverbial μόνιμος staying in one s place masc acc pl (doric) μόνιμος staying in one s place adverbial μόνιμος staying in one s place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνιμον — μόνιμος staying in one s place masc acc sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc sg μόνιμος staying in one s place masc/fem acc sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)