-
61 статуарный
επ.1. αγαλμάτινος•-ое изображение αγαλμάτινη απεικόνιση.
|| για αγάλματα•статуарный мрамор μάρμαρο για αγάλματα.
2. σταθερός, μόνιμος• ακίνητος. -
62 стрелец
-льца α. παλ. μόνιμος ειδικευμένος στρατιωτικός. || τοξότης (αστερισμός). -
63 твёрдый
επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже1. σκληρός• στερεός•-ое тело στερεό σώμα•
-ое вещество σκληρή ουσία•
-ые горючие τα στερεά καύσιμα•
твёрдый карандаш το σκληρό μολύβι•
-ое яблоко σκληρό μήλο.
2. μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος• ατράνταχτος•быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία.
|| ισχυρός•-ая воля ισχυρή θέληση•
твёрдый характер ισχυρός χαρακτήρας•
-ая память γερή μνήμη.
3. στέρεος•-ая опора γερό στήριγμα.
|| σταθερός, μόνιμος•-ая власть σταθερή εξουσία•
-ые цены σταθερές τιμές.
|| μτφ. ακλόνητος•-ая уверенность ακλόνητη πίστη•
-ое убеждение σταθερή πεποίθηση.
εκφρ.твёрдый знак – το σκληρό γράμμα «Ъ»•- ые согласные – τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα•стоять -ой ногой – πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις). -
64 текучий
επ., βρ: -куч, -а, -е.1. ρευστός•-ие тела ρευστά σώματα.
2. που ρέει, τρεχούμενος•-ая вода τρεχούμενο νερό.
3. ασταθής, μη μόνιμος. -
65 упорный
упорный 1επ.στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης.
упорный 2επ.1. επίμονος, έμμονος•упорный человек επίμονος άνθρωπος•
-ые поиски επίμονες αναζητήσεις.
|| σταθερός, ακλόνητος, άκαμπτος, ακράδαντος. || πείσμονας, ισχυρογνώμονάς.2. διαρκής, συνεχής, μόνιμος.3. πεισματώδης, πεισματικός. -ые бои πεισματώδεις μάχες. || σκληρός, γερός•упорный металл σκληρό μέταλλο.
См. также в других словарях:
μόνιμος — staying in one s place masc nom sg μόνιμος staying in one s place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μόνιμος — staying in one s place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνιμος — η, ο (ΑΜ μόνιμος, η, ον) 1. αυτός που παραμένει στον ίδιο τόπο, σταθερός 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει αμετάβλητος, διαρκής νεοελλ. (για δημόσιο υπάλληλο) αυτός που ἔχει μονιμότητα, σε αντιδιαστολή προς τον ἔκτακτο ή τον… … Dictionary of Greek
μόνιμος — η, ο αυτός που μένει πάντοτε ή για πολύ καιρό στην ίδια κατάσταση, όχι προσωρινός, σταθερός: Ποια είναι η διεύθυνση της μόνιμης κατοικίας σας; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονιμώτερον — μόνιμος staying in one s place adverbial comp μόνιμος staying in one s place masc acc comp sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc comp sg μόνιμος staying in one s place masc acc comp sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμωτάτων — μόνιμος staying in one s place fem gen superl pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen superl pl μόνιμος staying in one s place fem gen superl pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμωτέρων — μόνιμος staying in one s place fem gen comp pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen comp pl μόνιμος staying in one s place fem gen comp pl μόνιμος staying in one s place masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμώτατα — μόνιμος staying in one s place adverbial superl μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl pl μόνιμος staying in one s place adverbial superl μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμώτατον — μόνιμος staying in one s place masc acc superl sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl sg μόνιμος staying in one s place masc acc superl sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίμως — μόνιμος staying in one s place adverbial μόνιμος staying in one s place masc acc pl (doric) μόνιμος staying in one s place adverbial μόνιμος staying in one s place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνιμον — μόνιμος staying in one s place masc acc sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc sg μόνιμος staying in one s place masc/fem acc sg μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)