-
1 μολπά
1 song ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (= ἁρμονίᾳ?) O. 1.102ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων O. 10.84
]ε καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.96
-
2 μολπά
μολπά̱, μολπήdance: fem nom /voc /acc dualμολπά̱, μολπήdance: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 μολπα
-
4 μολπά
μολπάζωsing of: fut ind mid 2nd sg (epic)μολπάζωsing of: fut ind act 3rd sg (epic)μολπήdance: fem dat sg (doric aeolic) -
5 μολπᾷ
μολπάζωsing of: fut ind mid 2nd sg (epic)μολπάζωsing of: fut ind act 3rd sg (epic)μολπήdance: fem dat sg (doric aeolic) -
6 μολπάν
μολπά̱ν, μολπήdance: fem acc sg (doric aeolic) -
7 μολπάς
μολπά̱ς, μολπήdance: fem acc pl -
8 μολπάτιδα
μολπά̱τιδα, μολπῆτιςshe who sings and dances: fem acc sg (doric) -
9 μολπάι
μολπᾷ, μολπάζωsing of: fut ind mid 2nd sg (epic)μολπᾷ, μολπάζωsing of: fut ind act 3rd sg (epic)μολπᾷ, μολπήdance: fem dat sg (doric aeolic) -
10 μολπᾶι
μολπᾷ, μολπάζωsing of: fut ind mid 2nd sg (epic)μολπᾷ, μολπάζωsing of: fut ind act 3rd sg (epic)μολπᾷ, μολπήdance: fem dat sg (doric aeolic) -
11 κάλαμος
κάλαμος, ὁ (vgl. καλάμη), das Rohr; καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her. 5, 101; καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται 3, 99; Folgde; ἐκάϑευδον ἐπὶ στιβάδων, ἃς αὐτοὶ συνεφόρουν τοῦ παρὰ τὸν Εὐρώταν πεφυκότος καλάμου Plut. Lyc. 16. Bei Xen. An. 1, 5, 1 neben ὕλη, übh. rohrartiges Gewächs. – Es wurde gebraucht, 1) zur Rohrflöte, Rohrpfeife; σὺν καλάμοιο βοᾷ Pind. N. 5, 38; μολπὰ πρὸς κάλαμον Ol. 11, 88; ὁ κηροδέτας κ. Πανός Eur. I. T. 1126; Theophr.; – auch zum Stege der Lyra, Soph. frg. 34 bei Schol. Ar. Ran. 235. – 2) zum Schreiben, Schreibrohr, das die Stelle unserer Schreibfeder vertrat, Themist.; κάλαμοι γραφεῖς Poll. 10, 61. – 3) Angelruthe; Theocr. 21, 43; Luc. D. Mort. 27, 9; ἁλιευτικός Arist. part. an. 4, 12; – auch Leimruthe, s. die compp. – 4) Meßruthe, auch ein bestimmtes Maaß, 62/3 πήχεις, Sp. – 5) Rohrpfeil, zu dem man das nicht hohle, inwendig mit Mark angefüllte Rohr brauchte, κάλαμος ναστός u. μεστοκάλαμος. – 6) ein Zeichen, eine Marke, auf die man Getreide bekam, Byz., s. καλαμηφορέω. – 7) Rohrdach, Hesych. – 81 bei Hedyl. 6 (VI, 292) scheinen ληρῶν χρύσεοι οἱ κάλαμοι Streifen oder ein ähnlicher Zierrath am Kleide zu sein.
-
12 μολπή
μολπή, ἡ, Gesang und Tanz, Reihentanz mit Gesang zu Ehren einer Gottheit; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ ϑεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472; παιδιά erkl. Ath. I, 14 a; Gesang allein, μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηϑμοῖο verbunden, Il. 13, 637; μολπή τ' ὀρχηστύς τε, Od. 1, 252 als ἀναϑήματα δαιτός genannt, wo wie 23, 145 der Tanz davon unterschieden ist, wie Hes. Th. 69; vgl. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο, Il. 1, 572, u. ἑψιάασϑαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι, Od. 21, 430; auch von dem (mit Gesang begleiteten?) Ballspiel der phäakischen Jungfrauen, 6, 101; Gesang ist es bei Pind., Αἰοληΐδι μολπᾷ, Ol. 1, 102, λύραι μολπαί τε γιγνώσκοντι, Ol. 6, 97, wie Aesch. ϑεόϑεν καταπνέει Πειϑὼ μολπάν, Ag. 106, vgl. Eum. 995; οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, der Schall, Soph. Phil. 213, wie παρὰ χέλυος ἑπτατόνου μολπάν, Eur. Herc. Fur. 684; τοίαν ἔλιπες μολπὰν μελέων ἀοιδοῖς, Alc. 455 u. öfter; so auch Ar., μολπαῖς κελαδεῖν τινα, Ran. 383; μολπὴν ἀνεγείρεις, 370. In Prosa erst Sp., wie Luc. salt. 23.
-
13 μολπη
дор. μολπά (ᾱ) ἥ1) пение(μ. τ΄ ὀρχηστύς τε Hom.)
2) пение с пляской, хороводное пение(μολπῇ θεὸν ἱλάσκεσθαι Hom.)
3) звучание, звуки(σύριγγος Soph.)
-
14 μολπάς
-
15 μολπᾶς
-
16 Αἰοληίς
Αἰοληίς, Αἰολίς1 Aeolian, of the Aeolian musical mode.Αἰοληίδι μολπᾷ O. 1.102
ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν (Turyn: αἰολίσιν, αἰολῖσιν codd.: Αἰολῇσιν Boeckh.) N. 3.79 -
17 Αἰολίς
Αἰοληίς, Αἰολίς1 Aeolian, of the Aeolian musical mode.Αἰοληίδι μολπᾷ O. 1.102
ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν (Turyn: αἰολίσιν, αἰολῖσιν codd.: Αἰολῇσιν Boeckh.) N. 3.79 -
18 ἀντιάζω
a abs., encounter, meet, met.ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
b c. acc. and dat. ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν engaged in battle with N. 1.68c c. dat., meet with, attain to τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς (συντυχών Σ.) I. 6.15 -
19 ἵππιος
ἵππιος, ἵππειος1 of horses, horsemen; equestrian ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (v. l. - είῳ: i. e. the equestrian tune attributed to Olympos, [Plut.], de mus. 7) O. 1.101 ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν harness O. 13.20 cf. χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν i. e. with cavalry N. 9.22 “ἄγε, φίλτρον τόδ' ἵππειον δέκευ” i. e. bridle to tame Pegasos O. 13.68 καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (Heyne: ἵππειον codd.: i. e. τῶν ἵππων) P. 2.12 ἱππιᾶν ἐσόδων (M. Schmidt: ἱππείαν ἔσοδον codd.: locus non sanatus) P. 6.50 ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Hermann: ἱππείων codd.) N. 9.9 ἐς Ἄργος ἵππιον (i. e. ἱππικόν Σ: cf. ἱπποτρόφος) I. 7.11 as cult title of Athena, θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνα (byz.: - είᾳ codd.: at Korinth) O. 13.82 -
20 κάλαμος
κᾰλᾰμος (-οιο, -ῳ, -ον.)1 reed, reed-pipeχλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων O. 10.84
ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.36
πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (cf.Σ P. 12.44
a., ἐν γὰρ τῷ Κηφισσῷ οἱ αὐλητικοὶ κάλαμοι φύονται· εἴρηται δὲ καὶ ἐν παιᾶσιν περὶ αὐλητικῆς) fr. 70. 3.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μολπά — μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc/acc dual μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾷ — μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾶι — μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπᾷ , μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾶς — μολπᾶ̱ς , μολπάζω sing of fut ind act 2nd sg (doric) μολπή dance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάν — μολπά̱ν , μολπή dance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάς — μολπά̱ς , μολπή dance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος … Dictionary of Greek