-
1 безголовый
безголовыйприл1. ἀκέφαλος'2. (глупый) разг ἀνόητος, μωρός, κουτός / ξεχασιάρης (забывчивый). -
2 вздорный
вздор||ныйприл1. (нелепый) ἀνόητος, μωρός·2. (сварливый) разг ὁ καυγατζής:\вздорныйный человек ὁ ἀνάποδος ἄνθρωπος. -
3 imbecile
['imbəsi:l, ]( American[) -sl]1) (a stupid person; a fool.) ηλίθιος2) (a person of very low intelligence who cannot look after himself.) μωρός• -
4 балбес
-а α.(για νέους) μωρός, βλάκας, κουτός• τεμπέλης. -
5 бестолковый
επ., βρ: -ков, -а, -о1. φυρόμυαλος, μωρός, αβέλτερος.2. (για λόγο) ασυνάρτητος, μπερδεμένος. -
6 болван
-а α.1. (διαλκ.) ξύλο κακοπελεκημένο.2. φόρμα, καλούπι (κατασκευής νιαπελλων).3. κουτός, μωρός, αβέλτερος.4. παλ. είδωλο. -
7 вздорный
επ. βρ: -рен, -рна, -рно1. ανόητος, κουτός, μωρός.2. φιλόνικος, καυγατζής, φίλερις. -
8 ворона
-ы θ.κουρούνα, κορώνη. || μτφ. χάχας, χαζός, μωρός.εκφρ.ворона в павлиньих перьях – ψευτοπερήφανος, ψευτομορφωμένος κ.τ.τ. пуганная ворона куста боиться κάηκε η γριά από το κουρκούτι, φυσά και το γιούρτι•считать -он – μετρώ τ’ αστέρια (για αναρίθμητα). -
9 глупец
-пца α. κουτός, μωρός, αβέλτερος. -
10 глупый
επ., βρ: глуп, -а, -оκουτός, ανόητος, μωρός•-ая затея ανόητος σκοπός (επιδίωξη)•
-ое поведение βλακώδης συμπεριφορά•
-ая книга αχαμνό βιβλίο.
-
11 гусь
-я, γεν. πλθ. -ей α. χήνα. || μωρός, ανόητος,ευήθης• κορόιδο, ψώνι•что за -! τι κορόιδο!•
хороший -! καλό ψώνι!
εκφρ.- ей дразнить – μάταια προσπαθεί να ερεθίσει•как с -к вода (ко1цу) – δέν τόν κολλά (ή δέν επιδρά) τίποτε (σ’ αυτόν). -
12 деревянный
επ.ξύλινος•деревянный дом ξυλόσπιτο•
-ая ложка ξύλινο κουτάλι.
|| μτφ. ανέκφραστος, άτονος, άψυχος•-ое лицо χαύνο πρόσωπο.
|| αναίσθητος, ευήθης, μωρός. || αφύσικος, ασυνήθιστος.εκφρ.- ое масло – πυρηνέλαιο. -
13 детский
επ.1. παιδικός•-ие болезни παιδικές αρρώστειες•
-ие игры παιδικά παιγνίδια•
-ая литература παιδική λογοτεχνία•
-ие шалости παιδικές αταξίες•
-ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•
-ая смертность παιδική θνησιμότητα•
-ая психология η ψυχολογία του παιδιού.
2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•-ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•
детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.
εκφρ.городок – παιδούπολη•детский дом – παιδικό οικοτροφείο•- ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•детский сад – βλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•- ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης. -
14 дубовый
επ.1. δρύινος, βαλανιδένιος, δέντρινος•дубовый лист δρύϊνο. φύλλο•
-ые двери δέντρινες πόρτες•
-ая роща μικρός δρυμώνας.
2. μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, άξεστος, απολίτιστος. || κουτός, μωρός.3. μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται•-ые яблоки σκληρά μήλα.
-
15 дурачок
-чка α.1. μωρός, κουτός, βλάκας. || γελωτοποιός.2. (παλ. κ. απλ.) τρελλός, ψυχοπαθής. -
16 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
17 нелепый
επ., βρ: -лп, -а, -о.1. ανόητος, κουτός, μωρός•-ая мысль κουτή σκέψη.
|| άτοπος, παράλογος γελοίος•это -о αυτό είναι παράλογο.
2. ατακτοποίητος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος•-ая фигура άγαρμπη φιγούρα.
-
18 немудрый
επ., βρ: -мудр, -мудра, -мудро.1. αφελής μωρός, ανόητος. || άφρονος, ασύνετος, μη γνωστικός, μη σοφός•немудрый совет ασύνετη συμβουλή.
2. βλ. немудрный (1 σημ.). -
19 непонимающий
επ.ανόητος, μωρός. -
20 непонятливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. μωρός, κουτούτσικος, αβέλτερος, κουφόνους, ελαφρόνους, αμβλύνους.2. ακατανόητος, ακατάληπτος, ακαταλαβ ίστικος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μῶρος — μωρός dull masc nom sg μωρός dull masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — dull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ό άμυαλος, ανόητος, κουτός: Αυτές είναι πράξεις που κάνουν μόνο οι μωροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πολλάκι τὸ καὶ μωρὸς ἀνὴρ κατακαίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πολλάκι γαρ καὶ μωρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μωρὰ γὰρ μωρὸς λέγει. — См. У дурака дурацкая и речь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πολλάκις τοι καὶ μωρός ἀνὴρ κατακαίριον εἶπεν. — См. У мужика кафтан сер, да ум у него не волк съел … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μωρότερον — μωρός dull adverbial comp μωρός dull masc acc comp sg μωρός dull neut nom/voc/acc comp sg μωρός dull adverbial comp μωρός dull masc acc comp sg μωρός dull neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωροτέραις — μωρός dull fem dat comp pl μωροτέρᾱͅς , μωρός dull fem dat comp pl (attic) μωρός dull fem dat comp pl μωροτέρᾱͅς , μωρός dull fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)