-
1 μυΐνδα
-
2 μυΐνδα
См. также в других словарях:
μυΐνδα — (Α) επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτίνδα) η επιρρηματική όμως κατάλ. τού τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»] … Dictionary of Greek