-
1 μυστικός
μυστικός, geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; τέλος, Aesch. frg. 398; μυστικὴ χοῖρος, Ar. Ach. 729; μυστικὸς ἴακχος, Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., δικάζω, Poll. 8, 123.
См. также в других словарях:
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek