-
1 μυρμηκωδης
См. также в других словарях:
Μύρμηκ' — Μύρμηκα , Μύρμηξ ant masc acc sg Μύρμηκι , Μύρμηξ ant masc dat sg Μύρμηκε , Μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρμηκ' — μύρμηκα , μύρμηξ ant masc acc sg μύρμηκι , μύρμηξ ant masc dat sg μύρμηκε , μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθιώ — (Α λιθιῶ και λιθῶ, άω) πάσχω από λιθίαση αρχ. πάσχω από αρθρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα ιάω, ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ ιώ, μυρμηκ ιώ)] … Dictionary of Greek
μυΐτις — μυΐτις, ἡ (Α) θλάσπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μυρμηκ ίτις, πεταλ ίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον] … Dictionary of Greek
ναρκιώ — ναρκιῶ, άω (ΑΜ) είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαι αρχ. είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκ ιώ)] … Dictionary of Greek
νευρώεις — νευρώεις, εσσα, εν (Α) νευρώδης, δυνατός («νευρῶεν δυνάμενον, ἐνισχῡον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. ώεις (πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις)] … Dictionary of Greek
ρευματιώ — άω, Ν πάσχω από ρευματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, ατος + κατάλ. ιώ (πρβλ. μυρμηκ ιώ). Το ρ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φρικώεις — εσσα, εν, Α φρικώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ώεις (< όεις* με έκταση τού ο σε ω ), πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις] … Dictionary of Greek