-
1 μυριόφυλλον
μυριόφυλλονMyriophyllum spicatum: neut nom /voc /acc sg -
2 μυριόφυλλον
μῡρῐό-φυλλον, τό, a water-plant, prob.A Myriophyllum spicatum, water-milfoil, Dsc.4.114, Gal.12.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόφυλλον
-
3 μυριοφύλλου
μυριόφυλλονMyriophyllum spicatum: neut gen sg -
4 μηλόφυλλον
μηλό-φυλλον, τό,A = μυριόφυλλον, Ps.-Dsc.4.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλόφυλλον
-
5 Ἀχίλλειος
A of Achilles, E.Tr.39, etc.; poet.Ἀχιλλέϊος Theoc. 29.34
: [dialect] Ion. [full] Ἀχιλλήϊος Hdt.4.55,76; used in lyr. by S.Fr. 152:— fem. [full] Ἀχιλληΐς (v. infr.), also [full] Ἀχιλλεῖτις, ιδος, D.L.1.74.II Ἀχίλλειαι κριθαί, a fine kind of barley, Ath.3.114f; alsoκριθαὶ Ἀχιλληΐδες Hp.Morb.3.17
;κριθὴ Ἀχιλληΐς Thphr.HP8.10.2
; Ἀ. μᾶζαι cakes of fine barley, Pherecr.130.4; Ἀχιλλείων ἀπομάττεσθαι (v. sub ἀπομάσσω) Ar.Eq. 819; Ἀχίλλειον, τό, a cake of this sort, Eust.1414.33.2 Ἀ. (sc. σπόγγος), ὁ, fine kind of sponge, used as padding for the inside of helmets, greaves, etc., Arist.HA 548b1 and 20.3 Ἀχίλλειος, ὁ, = μυριόφυλλον, Ps.-Dsc.4.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀχίλλειος
См. также в других словарях:
μυριόφυλλον — Myriophyllum spicatum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριοφύλλου — μυριόφυλλον Myriophyllum spicatum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριόφυλλο — το (Α μυριόφυλλον) νεοελλ. βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, τής οικογένειας αλοραγίδες αρχ. μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φύλλον] … Dictionary of Greek
αλοραγίδες — (haloragaceae). Οικογένεια δικότυλων φυτών με 160 είδη που κατατάσσονται σε 5 γένη. Ανήκει στην τάξη μυρτώδη. Περιλαμβάνει ποώδη φυτά, τα περισσότερα υδρόφιλα. Τα φύλλα τους είναι πετροσχιδή ή πλατιά, μεγάλων διαστάσεων. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek