Перевод: с греческого на все языки

μυγιά

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μυγιάγγιχτος — και μυγάγγιχτος και μυγιόγγιχτος, η, ο πολύ εύθικτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα (πρβλ. τ. μύγια) + αμάρτυρο επίθ. *αγγιχτός (< αγγίζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»