-
81 μοιράζω
μετ.1) делить на части, разделять; распределять;δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτε (μεταξύ μας) — нам нечего делить (между собой);
2) перен. делить, разделять;3) раздавать; дарить;μοιράζω τα λεφτά μου — раздавать (транжирить) свои деньги;
υποσχέσεις — не скупиться на обещания;4) распространять (прокламации);5) сдавать (карты);§ δυό γαϊδάρων ( — или γαϊδουριών) άχυρα δεν μπορεί να μοιράσει — он ни к чему не способен, он бестолковый;
1) — делиться на части, разделяться, распределяться;μοιράζομαι
2) делить между собой, получать свою долю (при распределении);3) перен. делить между собой (горести, радости и т. п.); 4) раздаваться, распространяться; 5) сдаваться (о картах) -
82 φτωχός
η, ό1) бедный, неимущий, нищий; 2) бедный, убогий;φτωχή φαντασία — убогое воображение;
3) бедный, скудный;τροφή φτωχή σε βιταμίνες — пища, бедная витаминами;
φτωχή φύση — скудная природа;
φτωχό εδαφος — скудная почва;
4) бедный, несчастный;§ φτωχός Λάζαρος — очень бедный человек;
όπου φτωχός κί η μοίρα του — беднякам никогда не везёт; — бедному жениться и ночь коротка
-
83 Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει
Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει– Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει
См. также в других словарях:
μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)