Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μου+σφίγγεται

  • 1 сжиматься

    сжимать||ся
    1. (συ)σφίγγομαι, συμπιέζομαι/ физ. συμπυκνώνομαι, συμπιέζομαι·
    2. перен (συμ)μαζεύομαι/ κουβαριάζομαι (съеживаться):
    сердце сжимается от горя ἡ καρδιά μου σφίγγεται ἀπό τόν πόνο· \сжиматьсяся от страха κουβαριάζομαι ἀπό τόν φόβο μου.

    Русско-новогреческий словарь > сжиматься

  • 2 теснить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. στενεύω, περιορίζω το πλάτος. || πιέζω, ωθώ, σπρώχνω• σφίγγω. || μτφ. περιορίζω.
    2. στριμώχνω.
    3. μτφ. καταπιέζω• τυραννώ.
    4. σφίγγω, στενεύω (για ρούχα, υποδήματα).
    1. συνωστίζομαι, συνωθούμαι, στριμώχνομαι.
    2. παλ. πιέζομαι, σφίγγομαι•

    моё сердце -ится η καρδιά μου σφίγγεται.

    3. ωθούμαι, σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. εκτός της 4 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > теснить

См. также в других словарях:

  • σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»