-
1 προφητης
1) истолкователь, выразитель воли богов(π. Διός Pind.; Βάκχου π. Eur.)
τῶν Μουσῶν προφῆται Plat. — толкователи воли Муз, т.е. поэты2) толкователь, комментатор(τῶν Πύρρωνος λόγων Sext.)
ἐγὼ π. σοι λόγων γενήσομαι Eur. — я буду тебе обо всем рассказывать3) перен. вестник или певец(τέττιξ θέρεος π. Anacr.)
4) прорицатель(δόμων προφῆται Aesch.)
5) пророк NT.
См. также в других словарях:
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek